Οδηγία Μελετών Οδικών Έργων (ΟΜΟΕ) 11 - Άρθρο 12

3.1.12. Ειδικές γεωλογικές έρευνες


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Γεωφυσικές έρευνες

 

Για τον προσδιορισμό του βάθους των διαφόρων στρωμάτων του εδάφους χρησιμοποιούνται οι γεωφυσικές μέθοδοι που αναφέρονται στη συνέχεια.

 

1.1. Ειδική Ηλεκτρική Αντίσταση

 

Ο σκοπός της γεωηλεκτρικής μεθόδου είναι να μετρηθεί στην επιφάνεια της Γης η διαφορά δυναμικού που προκαλείται από την εισαγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στη Γη. Η μετρούμενη διαφορά δυναμικού αντικατοπτρίζει την δυσκολία με την οποία το ηλεκτρικό ρεύμα ρέει μέσα στο υπέδαφος, δίνοντας έτσι μια ένδειξη για την ηλεκτρική αντίσταση του εδάφους.

Στη μέθοδο της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης, ηλεκτρικό ρεύμα εισάγεται στο έδαφος, μέσω δύο ηλεκτροδίων ρεύματος και η διαφορά δυναμικού που προκύπτει, μετράται μεταξύ δύο άλλων ηλεκτροδίων.

 

Η πιο διαδεδομένη διάταξη στην ηλεκτρική διασκόπηση, είναι η διάταξη Schlumberger. Τέσσερα ηλεκτρόδια Α, Μ, Ν, Β, δύο ρεύματος (Α, Β) και δύο δυναμικού (Μ, Ν), τοποθετούνται κατά μήκος μιας ευθείας γραμμής έτσι ώστε ΑΒ ³ 5 ΜΝ.

 

Η μετρούμενη ειδική ηλεκτρική αντίσταση ρ είναι μια σύνθετη συνάρτηση και εξαρτάται από αρκετές μεταβλητές, όπως είναι η γεωμετρία της διάταξης, οι πραγματικές τιμές της ρ, πάχη και κλίσεις στρωμάτων, καθώς και η ανισοτροπία του μέσου.

 

Εφόσον διαφορετικοί γεωλογικοί σχηματισμοί παρουσιάζουν και διαφορετικές ηλεκτρικές αντιστάσεις η γνώση της ηλεκτρικής δομής του υπεδάφους μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εύρεση της γεωλογικής δομής και δομών ενδιαφέροντος.

 

Η ειδική ηλεκτρική αντίσταση ως ιδιότητα εξαρτάται επίσης από την περιεκτικότητα σε νερό, καθώς και από την παρουσία ασυνεχειών (ρήγματα, διακλάσεις) στην υπό μελέτη περιοχή. Αυτό το γεγονός την καθιστά ευμετάβλητη: δυο ίδιοι γεωλογικοί σχηματισμοί μπορούν να παρουσιάζουν κάτω από διαφορετικές συνθήκες διαφορετικές τιμές ηλεκτρικής αντίστασης. Επομένως ο ακριβής γεωλογικός χαρακτηρισμός των υπαρχόντων υπεδάφιων γεωηλεκτρικών σχηματισμών μπορεί να γίνει με ακρίβεια μόνον εφόσον υπάρχουν εκ των προτέρων πληροφορίες για το τη γεωλογία της περιοχής (γεωλογικοί χάρτες, γεωτρήσεις, ανοικτές γεωλογικές τομές).

 

Όλες οι μετρούμενες ρ προβαλλόμενες σε δισλογαριθμικό χαρτί, δίνουν την καμπύλη ρA = f (AB/2), σκοπός δε της ερμηνείας της ως άνω καμπύλης, είναι να μεταφραστεί σε μια πραγματική συνάρτηση των αληθών τιμών της ρ με το βάθος.

Το βάθος μέχρι το οποίο μπορεί να δει μια μέτρηση ρυθμίζεται από τις αποστάσεις των ηλεκτροδίων: όσο μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ των ηλεκτροδίων τόσο αυξάνει και το βάθος της διασκόπησης (το βάθος στο οποίο βλέπουμε).

 

1.2. Γεωραντάρ (GPR = Ground Penetrating Radar)

 

Είναι ηλεκτρομαγνητική τεχνική που χρησιμοποιείται για την χαρτογράφηση των στρωμάτων σε εδάφη και πετρώματα και για τον εντοπισμό υπόγειων δομών βάσει των διαφορών των ηλεκτρικών ιδιοτήτων των υλικών.

 

Η μέθοδος στηρίζεται στην εκπομπή υψηλής συχνότητας ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας στο υπέδαφος και στην αναγραφή των επιστρεφομένων κυμάτων. Η διάδοση της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας στο έδαφος εξαρτάται από τις ηλεκτρικές ιδιότητές του, δηλαδή την διηλεκτρική σταθερά και την αγωγιμότητα. Για την ακρίβεια, η μέθοδος στηρίζεται κυρίως στην αναγραφή των ανακλώμενων κυμάτων σε επιφάνειες που χωρίζουν μέσα με διαφορετικές ηλεκτρικές ιδιότητες.

 

Η βασική αρχή λειτουργίας της μεθόδου GPR (γεωραντάρ) είναι όμοια της σεισμικής ανάκλασης. Ένας ηλεκτρομαγνητικός παλμός υψηλής συχνότητας (10 - 10000 MHz) μικρής διάρκειας παράγεται και διοχετεύεται στο έδαφος. Το σήμα (παλμός) διαχέεται στα υλικά που συνιστούν το υπέδαφος και επηρεάζεται από τις ιδιότητες των περιβαλλόντων υλικών. Μέρος της ενέργειας του παλμού ανακλάται στην διαχωριστική επιφάνεια υλικών διαφορετικών ιδιοτήτων και καταγράφεται σε έναν δέκτη στην επιφάνεια του εδάφους, ενώ η υπολειπόμενη ενέργεια του παλμού διοχετεύεται σε βαθύτερα επίπεδα.

 

Ο χρόνος μεταξύ του εκπεμπόμενου και λαμβανόμενου σήματος εξαρτάται από την ταχύτητα διάδοσης κατά μήκος της διαδρομής που αυτό ακολούθησε. Για να υπολογιστεί η απόσταση (βάθος) ενός ανακλαστήρα είναι αναγκαία να ευρεθεί η ταχύτητα διάδοσης των κυμάτων του ραντάρ διαμέσου των υλικών του υπεδάφους. Στα περισσότερα γεωλογικά υλικά κυρίως η αγωγιμότητα και η διηλεκτρική σταθερά (σχετική διαπερατότητα) επηρεάζει τον παλμό. Μεταβολές της μαγνητικής διαπερατότητας είναι συνήθως απειροελάχιστες και ως εκ τούτου μη σημαντικές.

 

Η απορρόφηση του σήματος εξαρτάται κυρίως από την συχνότητα της κεραίας, την αγωγιμότητα και την διηλεκτρική σταθερά.

 

Το μέγιστο βάθος για το οποίο μας δίνει πληροφορίες το GPR εξαρτάται κυρίως από την απορρόφηση των ηλεκτρομαγνητικών (ΗΜ) κυμάτων. Η απορρόφηση αυξάνει με την συχνότητα και κατά συνέπεια όσο χαμηλότερη συχνότητα χρησιμοποιείται τόσο βαθύτερα βλέπει η μέθοδος. Πρέπει όμως να παίρνει κανείς υπόψη του ότι η διακριτική ικανότητα, αντιθέτως, μειώνεται με την αύξηση της συχνότητας.

 

Συστήματα GPR που λειτουργούν σε εύρος 25 - 50 MHz μπορεί να διερευνήσουν βάθη που υπερβαίνουν τα 50 m σε εδάφη με χαμηλά αγωγιμότητα (μικρότερη από 1 ns/m) όπως άμμος, χαλίκι, πετρώματα και με γλυκό νερό.

 

Εφαρμογές περιλαμβάνουν χαρτογράφηση του βάθους του υποβάθρου, ανίχνευση αλλαγών της σύστασης των πετρωμάτων, εντοπισμός ρωγμών υποβάθρου, καθορισμός ενστρώσεων του εδάφους, εντοπισμός φυσικών και τεχνητών εγκοίλων, καθώς και εντοπισμός του φρεατίου ορίζοντα σε αδρομερή εδάφη. Ιδιαίτερη χρήση γίνεται στην Αρχαιολογία με σκοπό τον εντοπισμό θαμμένων αρχαιοτήτων.

 

Οι καταγραφές Radar (ραδιογράμματα) τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη κατ' αναλογία με τις σεισμικές αναγραφές. Δημιουργείται έτσι μία τομή η οποία προσομοιάζει την αληθινή ηλεκτρική τομή του υπεδάφους, δηλαδή της αποτύπωσης των ηλεκτρικών ιδιοτήτων του με το βάθος.

 

1.3. Σεισμική διάθλαση

 

Η σεισμική διάθλαση θεωρείται σήμερα ως μια εύχρηστη και σύντομη μέθοδος στην εφαρμογή της, χωρίς περίπλοκη επεξεργασία των δεδομένων, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για τον υπολογισμό του βάθους του βραχώδους υποβάθρου, το χαρακτηρισμό των ενδιάμεσων εδαφικών σχηματισμών, τον προσδιορισμό των μέτρων των δυναμικών ιδιοτήτων τους και τον εντοπισμό διαφόρων δομών.

 

Η χρήση της μεθόδου περιορίζεται στην ενδεικτική απεικόνιση μιας γεωφυσικής τομής, συνήθως μεγάλης κλίμακας, και συνοδεύεται από άλλες γεωφυσικές διασκοπήσεις. Ο λόγος που δεν επαρκεί για την λεπτομερή διερεύνηση των εδαφικών σχηματισμών είναι ότι παρουσιάζει πλήθος περιορισμών καθώς το φυσικό έδαφος εμφανίζει μεγάλη ποικιλομορφία στην δομή του (ανώμαλη κατανομή των σεισμικών ταχυτήτων με το βάθος).

 

Η αρχή της μεθόδου, βασίζεται στον πειραματικό προσδιορισμό των χρόνων διαδρομής των απευθείας επιμήκων κυμάτων και των επιμήκων κυμάτων διάθλασης και στην χρησιμοποίηση, κατόπιν των καμπύλων χρόνων διαδρομής των κυμάτων αυτών, για τον καθορισμό των ταχυτήτων των επιμήκων κυμάτων στο πάνω μέρος του φλοιού με θεωρητικές σχέσεις.

 

Έτσι παράγονται στην επιφάνεια του εδάφους τεχνητά σεισμικά κύματα με την βοήθεια μιας τεχνητής πηγής (πίπτον βάρος, πρόσκρουση σφύρας στο έδαφος κτλ.), τα οποία ταξιδεύουν μέσα στο έδαφος και καταγράφονται στην επιφάνεια από ειδικά σεισμόμετρα (γεώφωνα), η λειτουργία των οποίων στηρίζεται στην μετατροπή της σεισμικής ενέργειας σε ηλεκτρομαγνητικό παλμό.

 

Με την δημιουργία των τεχνητών αυτών δονήσεων παράγονται απευθείας σεισμικά κύματα τα οποία και καταγράφονται πρώτα στα γεώφωνα, διαθλώμενα σεισμικά κύματα, ανακλώμενα κύματα και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις περιθλώμενα σεισμικά κύματα.

 

Η δομή μπορεί να βρεθεί τόσο με την ανάλυση των καταγραφών των P κυμάτων όσο και με την ανάλυση των S κυμάτων ξεχωριστά, όπου υπάρχουν τέτοιες καταγραφές.

 

Ακολουθούν τα αποτελέσματα της επεξεργασίας και ερμηνείας των καταγραφών για κάθε μια σεισμική τομή χωριστά, καθώς επίσης προσδιορίζεται και ο λόγος Poisson για κάθε μια τομή.

 

2. Πετρογραφικές αναλύσεις

 

Οι πετρογραφικές αναλύσεις γίνονται για να προσδιορισθούν τα χαρακτηριστικά ορυκτά και να δοθεί η ακριβής ονομασία του πετρώματος (ειδικά των ηφαιστειακών, πλουτώνιων και μεταμορφωμένων). Επίσης περιγράφονται στοιχεία όπως: επί της εκατό παρουσία κάθε ορυκτού, υπάρχουσες εξαλλοιώσεις, τύπος επαφής μεταξύ των κόκκων και μέγεθος αυτών, συνδετικό υλικό.

 

3. Ορυκτολογικές αναλύσεις

 

Οι ορυκτολογικές αναλύσεις γίνονται σε χαλαρά υλικά για τον προσδιορισμό των ορυκτών και κύρια για τη διερεύνηση ύπαρξης διογκούμενων υλικών όπως αργιλικών ορυκτών, κρυστάλλων ανυδρίτη.

 

4. Χημικές αναλύσεις νερού

 

Σε δείγματα υπογείων νερών θα προσδιορίζεται το ποσοστό των οργανικών ή και ανόργανων ουσιών που περιέχονται σε αυτά, σύμφωνα με την προδιαγραφή DIN 4030.

 

Τυπικά θα προσδιορίζονται αναλυτικά τουλάχιστον οι ακόλουθες παράμετροι:

 

Αγωγιμότητα (μ mhos/cm, 25°)
Τιμή pΗ
CO2 (ποσοστό σε mg/l)
NH4 (ποσοστό σε mg/l)
HCO3 (ποσοστό σε mg/l)
SO2 και SO4 (ποσοστό σε mg/l)
CL2 (ποσοστό σε mg/l)
Ca (ποσοστό σε mg/l)
Mg (ποσοστό σε mg/l)
Ολική σκληρότητα (αναφέρεται η εκλογή του σχετικού βαθμού)
Μόνιμη σκληρότητα (αναφέρεται η εκλογή του σχετικού βαθμού)
Προσωρινή σκληρότητα (αναφέρεται η εκλογή του σχετικού βαθμού)

 

Τα αποτελέσματα των αναλύσεων θα χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο πιθανότητας προσβολής του σκυροδέματος από το νερό.

 

Επίσης δυνητικά μπορεί να γίνει έλεγχος των υπόγειων νερών για νερό ανάμιξης και συντήρησης σκυροδέματος, σύμφωνα με το Σχέδιο Ελληνικού Προτύπου, ΕΛΟΤ 345.

 

Για τον έλεγχο αυτό απαραίτητος είναι ο προσδιορισμός των παρακάτω παραμέτρων:

 

Ολική οξύτητα, εκφρασμένη σε CaCO3(μετρούμενη ως προς δείκτη φαινολοφθαλείνη)
Ολική αλκαλικότητα, εκφρασμένη σε CaCO2 (μετρούμενη ως προς δείκτη ηλιανθίνη)
Ανόργανα στερεά
Οργανικά στερεά
Θεϊκά άλατα εκφρασμένα σε Na2 SO4, είτε σταθμικά, είτε ογκομετρικά σύμφωνα με τις γενικές μεθόδους χημείας
Χλωριούχα άλατα εκφρασμένα σε NaCl, δια τιτλοδοτήσεως με Ag NO3
Λιπαρές και σακχαρώδεις ουσίες. Βασίζεται στην αναγωγική ικανότητα των σακχάρων σύμφωνα με τις γενικές μεθόδους της χημείας.

 

5. Ιχνηθετήσεις

 

Στις περιοχές κατασκευής οδικών αξόνων λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ύπαρξη νερού διότι η μεταβολή της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα και η μεταβολή της περιεχόμενης φυσικής υγρασίας καθορίζουν και τις συνθήκες ευστάθειας και ασφάλειας του έργου.

 

Στις περιπτώσεις που λόγω γεωλογικών και τεκτονικών συνθηκών η κίνηση του υπόγειου νερού δεν είναι προφανής, πρέπει να χρησιμοποιούνται οι ενδεδειγμένες κάθε φορά μέθοδοι για την παρακολούθηση και εξακρίβωση της ροής των νερών.

 

6. Σεισμοτεκτονική έρευνα

 

6.1. Οι ισχυροί επιφανειακοί σεισμοί συνδέονται άμεσα με την ανάδραση προϋπαρχόντων ρηγμάτων (ή σπανιότερα με την δημιουργία νέων), τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από εδαφικές διαρρήξεις. Κατά μήκος των ρηξιγενών αυτών ζωνών συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό των καταστροφών, οι οποίες οφείλονται τόσο στην αυξημένη ένταση της εδαφικής κίνησης κοντά στα ρήγματα, όσο και στις εδαφικές παραμορφώσεις και τα συνοδά δευτερογενή φαινόμενα.

 

6.2. Για την αξιολόγηση των ρηγμάτων και τον προσδιορισμό της ενεργότητάς τους ακολουθούνται διάφοροι κανόνες και συστήματα από ερευνητές και αρμόδιους οργανισμούς ως εξής:

 

Ο σεισμοτεκτονικός χάρτης της Ελλάδας κλίμακας 1:500.000 (έκδοση Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών) διακρίνει τα ρήγματα που έδρασαν σε:

 

Ιστορικούς χρόνους
Μέσο Πλειστόκαινο έως Ολόκαινο
Πλειστόκαινο έως Κατώτερο Πλειστόκαινο
Παλαιότερα, απροσδιόριστης ηλικίας και άγνωστης δράσης

 

Το ρήγμα π.χ. Αρκίτσας - Αγίου Κωνσταντίνου - Καμμένων Βούρλων ταξινομείται στο διάστημα Μέσο Πλειστόκαινο - Ολόκαινο , όπως και αυτό της Κακιάς Σκάλας

 

Ο Νεοτεκτονικός χάρτης της Ελλάδας κλίμακας 1:100.000 (έκδοση Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας),διακρίνει τα ρήγματα στις ακόλουθες κατηγορίες:

 

Σεισμικά
Ενεργά
Πιθανά ενεργά
Ανενεργά

 

Στον ΝΕΑΚ (Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός 2000) τα ενεργά ρήγματα αναφέρονται ως σεισμικά ενεργά ρήγματα.

 

Σεισμικά χαρακτηρίζονται τα ρήγματα για τα οποία έχουμε στοιχεία ότι συνδέονται με συγκεκριμένους σεισμούς.

 

Ενεργά Χαρακτηρίζονται τα ρήγματα που έχουν δραστηριοποιηθεί από το Ανώτερο Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα.

 

Πιθανά ενεργά Χαρακτηρίζονται τα ρήγματα που έδρασαν από το Ανώτερο Πλειστόκαινο μέχρι το Ανώτερο Πλειστόκαινο.

 

Ανενεργά Χαρακτηρίζονται τα ρήγματα που δεν έχουν δραστηριοποιηθεί μετά το Κατώτερο Πλειστόκαινο.

 

Στο σχέδιο συστάσεων για σύνταξη μικροζωνικών μελετών του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας προτείνεται η παρακάτω ταξινόμηση των ρηγμάτων, ανάλογα με το μέγεθός τους και τη σύνδεσή τους με σεισμική δραστηριότητα.

 

Σεισμικά (που σχετίζονται άμεσα με κάποιο σεισμό σύμφωνα με σύγχρονα ή ιστορικά δεδομένα).

 

Ενεργά (που σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά τους είναι ικανά να δώσουν ένα σεισμό).

 

Δυνητικά ενεργά (για τα οποία υπάρχει πιθανότητα μελλοντικής ενεργοποίησης)

 

Άγνωστης δραστηριότητας (για τα οποία δεν φαίνεται πιθανότητα ενεργοποίησης, λείπουν τα κατάλληλα κριτήρια αξιολόγησής τους)

 

6.3. Ο ορισμός του ενεργού ρήγματος σύμφωνα με ερευνητές και αρμόδιους Οργανισμούς έχει ως εξής:

 

Το ρήγμα έχει παρουσιάσει κίνηση τουλάχιστον μία φορά κατά τα τελευταία 10.000 χρόνια (Wallace, 1986), ή 35.000 χρόνια (United States Army Corps of Engineers)

• Το ρήγμα έχει παρουσιάσει κίνηση τουλάχιστον δύο φορές τα τελευταία 500.000 χρόνια (United States Nuclear Regulatory Commission και για τον Ελληνικό χώρο Mercier et al.,1978)

• Κίνηση από το Ανώτερο Πλειστόκαινο έως σήμερα (Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας)

• Το ρήγμα έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά (Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας και Gluff, 1973):

 

1. έχει επιφανειακή διάρρηξη με ιστορικό ή σύγχρονο σεισμό ( στην περίπτωση αυτή ονομάζεται και σεισμικό ρήγμα)

2. μετακινεί πρόσφατους γεωλογικούς σχηματισμούς

3. εμφανίζει κατά θέσεις κατοπτρικές επιφάνειες που δεν έχουν διαβρωθεί

4. εμφανίζει χαρακτηριστικούς κρημνούς

5. στη βάση του αναπτύσσονται πλευρικά κορήματα

6. εμφανίζει χαρακτηριστικές γεωμορφολογικές δομές

7. έχει άλλα τεκμήρια κίνησης κατά το πρόσφατο Τεταρτογενές

8. έχει ασεισμική ολίσθηση (γεωδαιτικές ή άλλες ενδείξεις)

9. συνδέεται με σεισμικά επίκεντρα ή ευθυγράμμιση μικροσεισμών

10. έχει δομική σχέση με άλλο γνωστό ενεργό ρήγμα

11. συνδέεται με πρόσφατη ηφαιστειότητα ή θερμές πηγές

12. οι τεκτονικές τάσεις που ευθύνονται για την τελευταία ανάδρασή του είναι ίδιες με τις τάσεις που δίνουν οι μηχανισμοί γένεσης των σεισμών στην περιοχή.

 

6.4. Η έρευνα σχετικά με το σεισμοτεκτονικό καθεστώς μιας περιοχής στο πλαίσιο εκπόνησης μελετών σεισμικής επικινδυνότητας είναι τελείως απαραίτητη και περιλαμβάνει τα εξής:

 

Σύνταξη γεωλογικού - νεοτεκτονικού χάρτη της ευρείας περιοχής κατασκευής του έργου (με βάση κυρίως βιβλιογραφικά δεδομένα αλλά και επί τόπου παρατηρήσεις) για τη θεώρηση και παρουσίαση των γεωλογικών ενοτήτων που δομούν την περιοχή και των κυριοτέρων δομών( επωθήσεις, λεπιώσεις, ρήγματα) που την επηρεάζουν.
Προσδιορισμός του είδους και του εύρους τυχόν κατακόρυφων κινήσεων κυρίως στην περίπτωση που το έργο αφορά παραθαλάσσια περιοχή.
Χαρτογράφηση των πρόσφατων τεκτονικών δομών στην περιοχή ενδιαφέροντος, χαρακτηρισμός των ενεργών ρηγμάτων, προσδιορισμός των γεωμετρικών και δυναμικών τους χαρακτηριστικών καθώς και του πεδίου των τάσεων με το οποίο συνδέεται η δράση τους. Στο στάδιο αυτό σημαντικός είναι ο ρόλος της τηλεπισκόπησης, όπως περιγράφεται προηγούμενα.
Σε θέσεις με γεωμορφολογικές ή άλλες ενδείξεις μεγάλων ρηγμάτων τα οποία δεν εμφανίζουν επιφανειακό ίχνος, ενδείκνυται η πραγματοποίηση γεωφυσικής διασκόπησης για την επιβεβαίωσή τους.
Όταν διαπιστώνεται άμεση γειτνίαση ενός οικισμού ή τεχνικού έργου με ενεργό ρήγμα (γεγονός που αποτελεί τον πιο κρίσιμο παράγοντα για την σεισμική επικινδυνότητα) απαιτείται λεπτομερέστερη μελέτη του συγκεκριμένου ρήγματος. Αυτή περιλαμβάνει την αναζήτηση ιστορικών στοιχείων για τη δραστηριότητά του σε παλαιότερους σεισμούς καθώς και επί τόπου εργασίες με την εξόρυξη ερευνητικών τάφρων εγκάρσιων στη ζώνη του ρήγματος, με τη βοήθεια των οποίων, παρατηρώντας τις διαδοχικές μετακινήσεις χαρακτηριστικών γεωλογικών οριζόντων, παίρνουμε στοιχεία για την ιστορία της κινηματικής του.
Ενδιαφέροντα στοιχεία για το ρυθμό ολίσθησης του ρήγματος δίνει επίσης και η πραγματοποίηση γεωδαιτικών μετρήσεων η οποία όμως απαιτεί μακροχρόνια παρακολούθηση.
Αξιολόγηση των χαρτών ισόσειστων καμπυλών και ερμηνεία της ανάπτυξης των σεισμικών εντάσεων που έχουν καταγραφεί σε παλαιότερους σεισμούς της ίδιας περιοχής με σκοπό την εκτίμηση των ιδιαίτερων παραγόντων που συνδέονται με τη συγκεκριμένη αζιμουθιακή κατανομή των μεγαλύτερων καταστροφών.
Πραγματοποίηση επί τόπου μετρήσεων των τάσεων σε περιοχές προβληματικές (περίπλοκη σεισμοτεκτονική εικόνα ή έλλειψη των απαραίτητων μικροτεκτονικών ενδείξεων και δεδομένων) για τον προσδιορισμό δυνητικής μελλοντικής ανάδρασης των υπαρχόντων ρηγμάτων.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.