Οδηγία Μελετών Οδικών Έργων (ΟΜΟΕ) 12 - Άρθρο 1

Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Γενικά

 

Οι υδραυλικές κατασκευές των οδικών έργων επιτελούν τη ζωτική λειτουργία της μεταφοράς, της εκτροπής, ή της απομάκρυνσης των επιφανειακών και υπόγειων νερών από το οδόστρωμα και γενικότερα από τη ζώνη του οδικού έργου. Αυτές θα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να είναι ισόμετρες ως προς την εκτιμώμενη επικινδυνότητα, το κόστος κατασκευής, τη σημασία της οδού, την οικονομία της συντήρησης καθώς και τις νομικές δεσμεύσεις. Είναι σπάνιο να παρέχεται η πλέον ικανοποιητική αποχέτευση σε όλα τα τμήματα μιας οδού με ένα και μόνο είδος εγκαταστάσεων αποχέτευσης. Ως εκ τούτου ο Μελετητής θα πρέπει να γνωρίζει και να αντιλαμβάνεται πως διαφορετικές εγκαταστάσεις αποχέτευσης μπορεί να αλληλοσυμπληρώνονται ώστε η απαιτούμενη λειτουργία της αποχέτευσης να είναι πλήρως ελεγχόμενη.

 

Η μελέτη αποχέτευσης καλύπτει πολλές ειδικότητες δύο εκ των οποίων είναι η υδρολογία και η υδραυλική. Ο προσδιορισμός της ποσότητας και της συχνότητας της απορροής, των επιφανειακών και υπογείων υδάτων, είναι ένα υδρολογικό πρόβλημα. Η μελέτη κατασκευών με την κατάλληλη ικανότητα να εκτρέπουν και να απομακρύνουν τα νερά από το διάδρομο της οδού αλλά και να μεταφέρουν, τα συλλεγόμενα νερά κάτω από την οδό είναι ένα υδραυλικό πρόβλημα.

 

Στο παρόν τεύχος αναφέρονται συνοπτικά υδρολογικές τεχνικές με έμφαση σε μεθόδους κατάλληλες για την αποχέτευση μικρών επιφανειών, επειδή πολλά στοιχεία της αποχέτευσης της οδού (π.χ. υπόνομοι, παρόδιοι τάφροι, κ.τ.λ.) εξυπηρετούν κυρίως μικρές αποχετευόμενες επιφάνειες. Επίσης συνοπτικά αναφέρονται οι θεμελιώδεις υδραυλικές έννοιες, μαζί με κανόνες για τη ροή σε ανοιχτούς αγωγούς, καθώς και εφαρμογές σχεδιασμού ροής ανοιχτών αγωγών για την αποχέτευση των οδών. Παραλλήλως παρουσιάζονται έννοιες που αφορούν κλειστούς αγωγούς και αντίστοιχες εφαρμογές στην αποχέτευση των οδών. Σε κάθε περίπτωση λεπτομερή κριτήρια και πρότυπα σχεδιασμού παρέχονται με παραπομπές, επειδή ο στόχος του παρόντος είναι να παρουσιαστεί μια ευρεία επισκόπηση όλων των στοιχείων της αποχέτευσης των οδών και να προσφέρεται κυρίως ως μια εισαγωγή στην υδραυλική των οδικών έργων.

 

2. Αρχές και Έννοιες για το Σχεδιασμό Αποχέτευσης Οδών

 

2.1. Κριτήρια Οδικής Ασφάλειας

 

Κατά τη μελέτη και αντιστοίχως τη σχεδίαση των έργων, που καλύπτουν τις προσδιοριζόμενες ανάγκες αποχέτευσης του καταστρώματος αλλά και του άμεσου περιβάλλοντος χώρου της οδού, έχουν προτεραιότητα τα κριτήρια που αφορούν την οδική ασφάλεια:

 

α. Η ταχεία απομάκρυνση των ομβρίων από τις επιφάνειες κυκλοφορίας οχημάτων στις υπεραστικές αλλά και ειδικώς πεζών στις αστικές οδούς. Η αποφυγή της συσσώρευσης νερών στην κυκλοφορούμενη επιφάνεια της οδού έχει σκοπό τη διασφάλιση έναντι του φαινομένου της υδροολίσθησης και της απρόσκοπτης κίνησης για τα οχήματα και της βατότητας για τους πεζούς.

 

β. Η αποκατάσταση της ομαλής συνέχειας των επιφανειών γύρω από το κατάστρωμα της οδού οι οποίες συνθέτουν το σώμα της οδού όπως είναι τα πρανή και οι διαχωριστικές νησίδες, αλλά και των επιφανειών του διατηρούμενου φυσικού εδάφους στον παρόδιο χώρο. Πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγεται η απότομη διακοπή της ομαλότητας αυτών των επιφανειών, ή αν αυτό είναι αδύνατο τεχνικά ή οικονομικά ασύμφορο, μόνο τότε να υιοθετείται η εφαρμογή μέσων παθητικής ασφάλειας που είναι τα στηθαία.

 

Επισημαίνεται ότι η έννοια οικονομικά ασύμφορο πρέπει να εξετάζεται ως προς τις συνέπειες από ατυχήματα αλλά και του κόστους συντήρησης στον κύκλο ζωής του οδικού έργου.

 

γ. Οι διατάξεις των αποχετευτικών έργων να διατηρούν συγχωρητικό περιβάλλον στην οδό. Δηλαδή όταν ένα όχημα εκτρέπεται από την επιφάνεια κυκλοφορίας εκτός της οδού, οι συνέπειες τουλάχιστον ως προς την ακεραιότητα των επιβατών του πρέπει να είναι οι ελάχιστες.

 

δ. Η προτεραιότητα της οδικής ασφάλειας κατά τη συντήρηση, καθορίζει το σχεδιασμό των αποχετευτικών έργων. Το είδος της κατασκευής των αποχετευτικών διατάξεων πρέπει να αποφασίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κυκλοφορίας που θα δημιουργούνται κατά τις περιόδους της συντήρησης αυτών των διατάξεων.

 

2.2. Βασικοί κανόνες

 

Η διάταξη των αποχετευτικών έργων πρέπει να ακολουθεί κανόνες που εξασφαλίζουν το σώμα της οδού από φθορές όταν τα μεγέθη της σχηματιζόμενης ροής υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τη μελέτη:

 

α. Η φυσική ή διευθετούμενη κοίτη ρέματος ή τάφρου πρέπει να βρίσκεται στα κατάντη της οδού, ώστε ακόμη και σε περίπτωση υπερχείλισης της διατομής του ρέματος να προστατεύεται το σώμα της οδού από τη διάβρωση, που μπορεί να προκαλεί η ροή των νερών, αλλά και από τυχόν διηθήσεις που μπορεί να επιφέρουν αποσταθεροποίηση και στη συνέχεια κατάρρευση των πρανών της οδού.

 

β. Η σχεδίαση της γεφύρωσης ρεμάτων για τη διέλευση της οδού πρέπει αφενός να διασφαλίζει τις υφιστάμενες φυσικές συνθήκες της ροής και αφετέρου την υδραυλική επάρκεια αλλά και τη δομική αντοχή των έργων υποδοχής της ροής. Η σχεδίαση των έργων πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα δυνατά μέτρα που εξασφαλίζουν την αποφυγή συνθηκών διαβρωτικής ενέργειας, για τα ίδια τα έργα αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Η μελέτη πρέπει να εκτείνεται σε όσο μήκος απαιτηθεί προκειμένου να ελέγχεται η επάρκεια του φυσικού αποδέκτη για την υποδοχή των εκτονούμενων προς αυτόν ροών από το οδικό έργο.

 

γ. Η σχεδίαση των αποχετευτικών έργων σε υπεραστικές οδούς, δηλαδή εκτός του δομημένου περιβάλλοντος, ακολουθεί γενικά άλλες προτεραιότητες από εκείνες που εφαρμόζονται σε αστικές οδούς. Σε συνθήκες ακραίων καιρικών καταστάσεων ή ακόμη και σε εκείνες που υπερβαίνουν την περίοδο επαναφοράς του σχεδιασμού, προέχει η προστασία του οδικού έργου από τη διάβρωση, ενώ γίνεται αποδεκτός ο περιορισμός του πλάτους της επιφάνειας κυκλοφορίας της οδού.

 

Η κατάκλιση από ροή των νερών της ακραίας αριστερής λωρίδας της κάθε κατεύθυνσης ενός αυτοκινητοδρόμου μέχρι και 1,00 m από το πλάτος της είναι αποδεκτή για την προκαθορισμένη περίοδο επαναφοράς του σχεδιασμού, όταν η ένταση της βροχής υπερβαίνει τα 100 mm/h. Αυτή η παραδοχή εξηγείται από το γεγονός ότι με τέτοια ένταση συμβαίνει είναι βέβαιο ότι η κυκλοφορία περιορίζεται και σε όγκο αλλά και σε ταχύτητες λόγω φυσικής αδυναμίας του οδηγού (έλλειψη επαρκούς ορατότητας, αυτοπεριορισμός της ελευθερίας κινήσεων). Αυτή η συνθήκη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ώστε να αποφεύγεται ο υπέρ-σχεδιασμός των αποχετευτικών διατάξεων που οδηγεί σε δαπάνες για λειτουργία την οποία κανείς δεν χρειάζεται.

 

2.3. Βασικές αρχές και έννοιες

 

Είναι χρήσιμο να διατυπωθούν εδώ, ορισμένες βασικές αρχές και έννοιες της αποχέτευσης ομβρίων σε οδικά έργα:

 

α. Το νερό ρέει προς τα κατάντη.

 

β. Η λειτουργία της αποχέτευσης με τη βαρύτητα είναι ασφαλέστερη και οικονομικότερη από ότι με την άντληση.

 

γ. Τα προβλήματα από τη διάβρωση μπορεί ευκολότερα να εμποδιστούν (προληπτικά μέτρα στο σχεδιασμό) παρά να αποκατασταθούν (επουλωτικά μέτρα από βλάβες).

 

δ. Το μέγεθος της διάβρωσης που λαμβάνει χώρα εξαρτάται από:

την ταχύτητα του νερού,
τον τύπο του εδάφους ή του υλικού πάνω στο οποίο ρέει το νερό,
τη φυτική κάλυψη.

 

Η σχέση μεταξύ της ταχύτητας του νερού και της διάβρωσης είναι ο πλέον σημαντικός παράγοντας. Ο διπλασιασμός της ταχύτητας του νερού αυξάνει: τη διαβρωτική του ενέργεια κατά τέσσερις φορές, το μέγεθος των σωματιδίων των υλικών που μπορεί να μεταφέρονται κατά 64 φορές, και τη μάζα του εδάφους που μπορεί να μεταφέρεται κατά 32 φορές (Israelson, 1980).

 

ε. Η ταχύτητα της ροής του νερού στις τάφρους επηρεάζεται από:

 

την τραχύτητα των βρεχόμενων επιφανειών - η περισσότερο λεία επιφάνεια βοηθά στην ταχύτερη ροή,
το βάθος ροής - το μεγαλύτερο βάθος βοηθά την ταχύτερη ροή,
το σχήμα των τάφρων - όσο μικρότερη είναι η βρεχόμενη επιφάνεια των τάφρων τόσο ταχύτερη είναι η ροή,
την ποσότητα της ροής - η μεγαλύτερη ποσότητα βοηθά την ταχύτερη ροή.

 

Από τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά προκύπτει ο πρώτος κανόνας για την αντιμετώπιση της διάβρωσης. Δεν επιτρέπεται το νερό να δημιουργεί συγκεντρώσεις, πρέπει να διασκορπίζεται οπουδήποτε και οποτεδήποτε είναι δυνατό. Η διαβρωσιμότητα ενός πρανούς χωματουργικών επίσης εξαρτάται από τον τύπο του εδάφους αλλά και τη φυτική κάλυψη.

 

Η πλέον κρίσιμη χρονική περίοδος για διάβρωση των πρανών των χωματουργικών είναι μετά την έναρξη των εκσκαφών ή την κατασκευή των επιχωμάτων. Η επιφάνεια των πρανών είναι ευδιάβρωτη αφού είναι εκτεθειμένη στη βροχή όταν δεν έχει αναπτυχθεί φυτική επιφάνεια εδάφους, εκτινάζει τα απροστάτευτα σωματίδια του εδάφους το οποίο αρχίζει να εκπλένεται κατά τη μεταφορά των σωματιδίων προς τα κατάντη. Τα κύρια μέτρα προστασίας, έναντι αυτής της διαβρωτικής ενέργειας, είναι:

 

Η παρεμπόδιση εισόδου εξαιρετικών ποσοτήτων νερού από τον περιβάλλοντα χώρο της κατασκευής, ιδιαίτερα στα πρανή των ορυγμάτων. Το μέτρο αυτό επιτυγχάνεται με τις τάφρους οφρύος. Η διαμόρφωση τους πρέπει να γίνεται με σχετική μελέτη και στη συνέχεια η εφαρμογή της με την κατάλληλη επιμέλεια, επειδή συνήθως αυτές καταλήγουν να έχουν μεγάλες κλίσεις.
Η κατασκευή των πρανών με όσο είναι δυνατό ηπιότερη κλίση.
Η εξασφάλιση ότι το νερό προσέρχεται και ρέει επάνω στα πρανή με μορφή λεπτού υμένα, που πρέπει να διατηρείται σε όλο το εύρος των επιφανειών. Τελικώς το νερό πρέπει να συγκεντρώνεται σε τάφρους ή φυσικούς αποδέκτες κατά προτίμηση, με ελεγχόμενες συνθήκες.
Η φύτευση των πρανών να γίνεται το ταχύτερο δυνατό, μετά τη διάνοιξη τους, με πυκνό χλοοτάπητα και άλλα φυτά.

 

2.4. Βασικές οδηγίες σε σχέση με τη μελέτη οδοποιίας

 

Η ροή των ομβρίων που δημιουργείται, από τη διαμόρφωση της μηκοτομής και των επικλίσεων, επάνω στην επιφάνεια των κύριων λωρίδων (διαμπερείς) κυκλοφορίας της οδού δεν επιτρέπεται να προέρχεται από άλλες επιφάνειες, είτε εξωτερικές λεκάνες είτε βοηθητικές επιφάνειες κυκλοφορίας (παρόδιος χώρος στάθμευσης, οδόστρωμα εγκάρσιων οδών σε θέσεις ισόπεδων κόμβων ή άλλων προσβάσεων) παρά μόνο από τη βροχή που προσπίπτει στην επιφάνεια αυτών. Επομένως κατά τη μελέτη οδοποιίας, η γεωμετρική σχεδίαση της οδού πρέπει να αποτρέπει ανεπιθύμητες συνθήκες.

 

Ειδικά σε αυτοκινητοδρόμους δεν επιτρέπεται η μεταφορά της επιφανειακής ροής από τα οδοστρώματα των κλάδων και των επιφανειών αποκλεισμού επάνω στις επιφάνειες των κύριων λωρίδων κυκλοφορίας. Η εξασφάλιση αυτής της συνθήκης πρέπει κατ' αρχή να διασφαλίζεται κατά τη μελέτη της οδοποιίας. Όμως όταν η μελέτη της οδοποιίας είναι ανεπαρκής ως προς αυτή την απαίτηση πρέπει να εξετάζεται πρώτα η δυνατότητα τροποποίησης της με κάθε τρόπο και μόνο όταν αυτή κρίνεται και δικαιολογείται ως αδύνατη, τότε να σχεδιάζονται τα κατάλληλα μέτρα με τα οποία θα εμποδίζεται η επιβάρυνση των κύριων λωρίδων κυκλοφορίας με απορροή από άλλες επιφάνειες.

 

Στην περίπτωση που δημιουργούνται προϋποθέσεις απορροής από το ένα οδόστρωμα στο άλλο του αυτοκινητοδρόμου όπως π.χ. σε θέσεις διακοπής της κεντρικής νησίδας (ανοίγματα για την εκτροπή της κυκλοφορίας, μπροστά από στόμια σηράγγων), επιβάλλεται η εφαρμογή αποχετευτικών διατάξεων οι οποίες θα διακόπτουν, συλλέγουν και μεταφέρουν τα όμβρια καταλλήλως. Όπου αυτά τα στοιχεία υδροσυλλογής πρέπει να είναι βατά από οχήματα συνιστάται να αποφεύγονται διατάξεις με σχάρες (ως επικίνδυνες για την κυκλοφορία) και να προτιμάται η διάταξη σχισμής με εσωτερικό κοίλο ρείθρο 1. Όμως πριν από τη μελέτη προς εφαρμογή των προαναφερομένων μέτρων επιβάλλεται η επανεξέταση και τροποποίηση της μελέτης οδοποιίας, ώστε να εξαλειφθούν τα αίτια του σχεδιασμού από τα οποία προκύπτει το πρόβλημα.

 

Από τα προηγούμενα αλλά και ιδιαίτερα από την πείρα που έχει αποκτηθεί στη χώρα προκύπτουν ως βασικές αρχές τα εξής:

 

Όταν ένας αυτοκινητόδρομος έχει χάραξη με συνεχείς αλλεπάλληλες οριζόντιες καμπύλες πρέπει να εξετάζεται αν είναι οικονομικότερη (στον κύκλο ζωής του έργου) λύση η εφαρμογή τυπικής διατομής με κεντρική ταπεινωμένη χωμάτινη νησίδα που θα καταργεί την ανάγκη υπονόμων, αντί της ψευδεπίγραφης οικονομικής λύσης με ασφαλτοστρωμένη κεντρική νησίδα και με αμφίπλευρο στηθαίο μεταλλικό ή τύπου New Jersey. Εδώ σημειώνεται πως δεν επιτρέπεται να υποτιμάται το γεγονός ότι η απαίτηση για ορατότητα στάσης σε ορεινές χαράξεις (με κατά μήκος κλίσεις >2%) επιβάλλει υποχρεωτικώς σημαντικές διαπλατύνσεις στην πλευρά της κεντρικής νησίδας (βλέπε ΟΜΟΕ-Χ). Το τελευταίο ουσιαστικώς οδηγεί στην ανάγκη κατασκευής κεντρικής νησίδας πλάτους από 3,6 έως 6,5 m άρα εκείνο που επιπλέον απαιτείται (εφόσον η νησίδα είναι χωμάτινη ταπεινωμένη), για τη συλλογή των ομβρίων τα οποία προσέρχονται στην κεντρική νησίδα σχεδόν ή περίπου σε όλο το μήκος της, είναι η κατασκευή κατά κανόνα μόνο κατάλληλων στομίων υδροσυλλογής (βλέπε Κεφάλαιο ?? Τυπικά Έργα) για τη διοχέτευση της παροχής σε εγκάρσιους οχετούς.
Όταν προβλέπεται από τη χωροθέτηση των ανισόπεδων κόμβων ως θέση ενός κόμβου σημείο όπου η χάραξη του αυτοκινητόδρομου βρίσκεται σε οριζόντια καμπύλη ακτίνας R < 6000 m, πρέπει να επανεξετάζεται είτε η θέση του κόμβου είτε η τροποποίηση της χάραξης, ώστε τα σημεία εισόδου - εξόδου των κλάδων να τοποθετούνται πάντα στην κοίλη πλευρά της οριζόντιας καμπύλης. Όταν τα εν λόγω πρακτικά μέτρα, απαλοιφής των προβλημάτων αποχέτευσης, δεν είναι δυνατά τότε πρέπει να εξετάζεται η μετάθεση των σημείων εισόδου - εξόδου, έστω με επιμήκυνση των κλάδων, σε καταλληλότερη θέση όπου υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής επίκλισης, επί της λωρίδας μεταβολής ταχύτητας (λωρίδα επιβράδυνσης ή επιτάχυνσης), αντίρροπης ως προς εκείνη των διερχόμενων κύριων λωρίδων κυκλοφορίας του αυτοκινητοδρόμου (βλέπε ΟΜΟΕ-Χ).

 

Συγκεντρώσεις διαχεόμενης ροής επάνω στο οδόστρωμα πρέπει να αποφεύγεται. Ως γενικός κανόνας ορίζεται ότι περισσότερη από 0,003 m3/s 2 ροή δεν επιτρέπεται να συγκεντρώνεται και να διασχίζει το οδόστρωμα. Γι' αυτό ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται στα σημεία αλλαγής της επίκλισης όπου η ροή επί του οδοστρώματος οδηγείται από τα εξωτερικά ερείσματα της οδού προς τις εσωτερικές επιφάνειες της οδού. Το ίδιο επικίνδυνες συνθήκες συμβαίνουν όταν π.χ. στα σημεία εξόδου - εισόδου των κόμβων δημιουργείται συγκέντρωση ροής, λόγω αλλαγής στις επικλίσεις, η οποία διασχίζει τις κύριες λωρίδες κυκλοφορίας.

 

1 Συνιστάται από Design Guidelines, NCHR, 1999 No 243 για τη μείωση του πάχους της απορροής επί του οδοστρώματος προκειμένου να αυξάνεται η ταχύτητα που μπορεί να συμβεί η υδροολίσθηση.

2 Caltrans 831.4

 

3. Είδη Εγκαταστάσεων Αποχέτευσης

 

Οι εγκαταστάσεις αποχέτευσης μπορεί να ταξινομηθούν με βάση το είδος της κατασκευής σε δυο κύριες κατηγορίες:

 

α. Ανοιχτοί αγωγοί

 

Οι εγκαταστάσεις ανοιχτών αγωγών περιλαμβάνουν τις παρόδιες (πλευρικές) τάφρους, την κοίλη διαμόρφωση των κεντρικών ή διαχωριστικών νησίδων, τα ρείθρα κ.τ.λ.

 

β. Εγκαταστάσεις κλειστών αγωγών

 

Οι εγκαταστάσεις κλειστών αγωγών περιλαμβάνουν τους οχετούς και τα συστήματα υπονόμων.

 

Ένας τυπικός αυτοκινητόδρομος με κεντρική νησίδα παρουσιάζει την ανάγκη μιας ποικιλίας από ανοιχτούς και κλειστούς αγωγούς (βλέπε εικόνα στο Σχήμα 1.3-1). Όπως παρουσιάζεται στην εικόνα, στο ακρότατο εξωτερικό άκρο της ζώνης κατάληψης της οδού, βρίσκονται συλλεκτήριοι τάφροι είτε στο φρύδι του ορύγματος είτε στις ενδιάμεσες βαθμίδες των πρανών ορυγμάτων και επιχωμάτων οι οποίες διακόπτουν και συλλέγουν τη ροή των νερών από τον περιβάλλοντα χώρο. Σε ερημικές περιοχές συλλεκτήριες τάφροι ή αναχώματα μπορεί επίσης να χρησιμοποιούνται σε μεγάλες αποστάσεις κατά μήκος της οδού για να συλλαμβάνουν την απορροή των επιφανειών που βρίσκονται εκατέρωθεν της οδού, εφόσον αυτές αποτελούν μεγάλες λεκάνες στα ανάντη της οδού. Δίπλα από την οδό είναι οι πλευρικές τάφροι που κατασκευάζονται μεταξύ των πρανών ορυγμάτων και των ερεισμάτων της οδού και οι τάφροι στο πόδι των επιχωμάτων οι οποίες παραλαμβάνουν την παροχή των πλευρικών τάφρων και τη μεταφέρουν κατά μήκος ή / και κοντά στο πόδι του επιχώματος μέχρι σε ένα σημείο όπου βρίσκεται ένας φυσικός αποδέκτης. Η ροή που σχηματίζεται σε μια αβαθή ταπείνωση της κεντρικής νησίδας (εφόσον αυτή δεν κατασκευάζεται υπερυψωμένη μεταξύ στηθαίων τύπου New Jersey) αποχετεύεται μέσω φρεατίων υδροσυλλογής με τα οποία τα νερά μεταφέρονται σε οχετούς. Οι οχετοί παρέχουν την αποχέτευση εγκαρσίως της οδού σχετικά μεγάλων ρεμάτων ή μισγαγγειών.

 

omoe.12.1

Σχήμα 1.3-1: Τυπικά έργα αποχέτευσης αυτοκινητοδρόμου

 

4. Φιλοσοφία Σχεδιασμού

 

Ο κύριος σκοπός των εγκαταστάσεων αποχέτευσης της οδού είναι να εμποδίζεται η επί του εδάφους επιφανειακή απορροή των νερών να φθάσει στην οδό και παραλλήλως να απομακρύνονται αποτελεσματικά τα όμβρια από το κατάστρωμα της οδού. Ο σχεδιασμός εγκαταστάσεων αποχέτευσης για την επίτευξη αυτού του σκοπού απαιτεί την εξισορρόπηση της επικινδυνότητας των μελλοντικών φθορών, από τα συμβάντα πλημμυρικών απορροών (των οποίων η επανάληψη, σε χρόνο και μέγεθος, δεν μπορεί να προβλέπεται με ακρίβεια), έναντι του αρχικού κόστους κατασκευής. Επειδή αυτό δεν είναι εύκολο, έχει καθιερωθεί να επιλέγεται μια συγκεκριμένη συχνότητα επανάληψης πλημμυρικών απορροών (ονομαζόμενη περίοδος επαναφοράς), η οποία ανάλογα με την κατηγορία της οδού καθορίζει την παροχή σχεδιασμού για τη διαστασιολόγηση των εγκαταστάσεων αποχέτευσης. Αυτή η περίοδος επαναφοράς σχεδιασμού αναπροσαρμόζεται με βάση την αξιολόγηση μιας ελεγχόμενης πλημμύρας ώστε να αντιμετωπίζεται καλύτερα η επικινδυνότητα που αυτή συνεπάγεται λαμβάνοντας υπόψη τις κυκλοφοριακές συνθήκες, τη διαστασιολόγηση της κατασκευής, καθώς και την αξία των παρόδιων χρήσεων γης.

 

Για δαπανηρές ή υψηλής επικινδυνότητας εγκαταστάσεις, ένα πεδίο τιμών πλημμυρικών παροχών μαζί με ένα πεδίο περιόδων επαναφοράς χρησιμοποιούνται για να αξιολογηθούν οι εγκαταστάσεις αποχέτευσης. Ως βασική περίοδος επαναφοράς ορίζεται εκείνη που έχει 1% πιθανότητα να συμβαίνει ή να υπερβαίνεται μέσα σε ένα οποιοδήποτε έτος. Αυτή η περίοδος επαναφοράς αναφέρεται ως η εκατονταετής πλημμύρα, που σημαίνει ότι στη διάρκεια μιας απεριόριστης χρονικής διάρκειας θα συμβεί αυτή η πλημμύρα ή θα συμβεί υπέρβαση της κατά μέσο όρο μια φορά κάθε εκατό χρόνια.

 

Ένα πεδίο περιόδων επαναφοράς τυπικά αποτελεί τις παραδοχές για την αξιολόγηση του σχεδιασμού αποχέτευσης του οδοστρώματος. Η αποχέτευση του οδοστρώματος συνήθως σχεδιάζεται για περίοδο επαναφοράς δεκαετή, εκτός από τις θέσεις των κοίλων καμπυλών της μηκοτομής όπου το νερό δε μπορεί να διαφύγει παρά μόνο μέσα από υπόνομο. Σε αυτές τις θέσεις χρησιμοποιείται για το σχεδιασμό η περίοδος επαναφοράς πεντηκονταετίας, ώστε να εμποδίζεται ο σχηματισμός λιμναζόντων νερών βάθους όπου μπορεί να πνιγούν άνθρωποι οι οποίοι θα πρέπει να περάσουν μέσα από αυτά. Η έκταση που καλύπτουν τα νερά επί του οδοστρώματος κατά τη διάρκεια πλημμυρών πεντηκονταετίας θα πρέπει να αξιολογείται με κριτήριο τη διατήρηση τουλάχιστον μιας λωρίδας ανοιχτής σε κυκλοφορία.

 

Ένας τρόπος επιλογής της περιόδου επαναφοράς σχεδιασμού γίνεται μέσα από την έννοια της οικονομίας με προσδιορισμό του αναμενόμενου ελάχιστου συνολικού κόστους της κατασκευής. Με αυτή την έννοια λαμβάνονται υπόψη το αρχικό κόστος κατασκευής, το κόστος συντήρησης, καθώς και το κόστος των βλαβών από τις πλημμύρες που μπορεί να συμβούν λόγω φθορών από ένα πεδίο τιμών πλημμυρικής παροχής των περιόδων επαναφοράς. Η περίοδος επαναφοράς που παράγει το ελάχιστο αναμενόμενο κόστος στον κύκλο ζωής του έργου θα πρέπει να είναι εκείνη που επιλέγεται για το σχεδιασμό της κάθε είδους κατασκευής.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.