Νόμος 4663/20 - Άρθρο 65

Άρθρο 65: Διακοπή της κυκλοφορίας στο βασικό εθνικό οδικό δίκτυο


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Η διακοπή της κυκλοφορίας σε οποιοδήποτε τμήμα του βασικού και του δευτερεύοντος εθνικού οδικού δικτύου, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1)α και β του προεδρικού διατάγματος 209/1998, απαγορεύεται.

 

2. Κατ' εξαίρεση, η προσωρινή διακοπή κυκλοφορίας επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις που τούτο προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία ή τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με φορείς που είναι αρμόδιοι για την λειτουργία ή/και την συντήρηση τμημάτων του Βασικού Εθνικού Οδικού Δικτύου και αποκλειστικά υπό τους εκεί προβλεπόμενους όρους και στην απολύτως αναγκαία έκταση.

 

3. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων της παραγράφου 2, σε περίπτωση διακοπής της κυκλοφορίας σε οποιοδήποτε τμήμα του εθνικού οδικού δικτύου της παραγράφου 1 του παρόντος, συνεπεία δυσμενών καιρικών φαινομένων ή βλάβης στοιχείου της οδικής υποδομής για χρονικό διάστημα άνω της μίας (1) ώρας, επιβάλλονται, στις υπαίτιες υπηρεσίες του δημοσίου ή δημοσίων νομικών προσώπων ή σε φορείς επιφορτισμένους με τη λειτουργία ή/και συντήρηση τμημάτων του εν λόγω δικτύου ή/και τους χρήστες της υποδομής, κυρώσεις σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, εφόσον ενέργεια ή παράλειψη αυτών συνετέλεσε στη διακοπή κυκλοφορίας.

 

4. Εντός 3 ημερών από τη διαπίστωση της διακοπής της κυκλοφορίας κατά τις ανωτέρω παραγράφους, με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών συγκροτείται Επιτροπή Διερεύνησης. Αντικείμενο του έργου της Επιτροπής Διερεύνησης αποτελεί η διερεύνηση και εξακρίβωση των αιτίων της διακοπής της κυκλοφορίας στο βασικό εθνικό οδικό δίκτυο, ο επιμερισμός και καταλογισμός τυχόν διαπιστούμενων ευθυνών στους κατά περίπτωση αρμόδιους φορείς λειτουργίας ή/και συντήρησης της υποδομής, στις υπηρεσίες του Δημοσίου ή δημόσιων νομικών προσώπων ή/και τους χρήστες της υποδομής.

 

5. Η Επιτροπή Διερεύνησης συγκροτείται από 3 τακτικά μέλη και 3 αναπληρωματικά. Στην επιτροπή μετέχουν:

 

(α) Ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Συγκοινωνιακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών,

 

(β) ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Οδικών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών και

 

(γ) εκπρόσωπος του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ο οποίος ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του με θητεία 2 ετών με απόφαση του οικείου Υπουργού.

 

Στην ως άνω απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών δύναται να προβλέπεται η επικούρηση της Επιτροπής Διερεύνησης από εξωτερικούς τεχνικούς συμβούλους ή πραγματογνώμονες.

 

6. Προς τον σκοπό επιτέλεσης του έργου της, η Επιτροπή Διερεύνησης δύναται να πραγματοποιεί αυτοψίες, να καλεί σε ακρόαση τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και φορείς και να ζητεί από αυτούς κάθε αναγκαίο έγγραφο και στοιχείο. Οι αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς υποχρεούνται να συνδράμουν την Επιτροπή Διερεύνησης θέτοντας αμελλητί στην διάθεσή της κάθε στοιχείο και έγγραφο που είναι αναγκαίο ή που ζητείται από αυτήν για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Η μη χορήγηση των ζητηθέντων στοιχείων προς την Επιτροπή από τις αρμόδιες υπηρεσίες συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τα αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη.

 

7. Το έργο της Επιτροπής Διερεύνησης ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός 20 ημερών από την συγκρότηση της με την σύνταξη και υποβολή σχετικού πορίσματος στον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών στο οποίο θα περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Η ως άνω προθεσμία δύναται να παρατείνεται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών σε περίπτωση που τούτο κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την άρτια ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής Διερεύνησης κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος αυτής.

 

8. Εφόσον από το πόρισμα της Επιτροπής Διερεύνησης προκύπτουν πράξεις ή παραλήψεις φορέων λειτουργίας ή/και συντήρησης τμημάτων του βασικού εθνικού δικτύου ή δημόσιων νομικών προσώπων που δεν ανήκουν στην Κεντρική Κυβέρνηση, ή ευθύνες χρηστών της υποδομής, που συνετέλεσαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στην διακοπή της κυκλοφορίας, επιβάλλεται σε αυτούς με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών ή του κατ' εξουσιοδότηση αυτού αρμοδίου οργάνου διοικητικό πρόστιμο από 5.000 € έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ ανάλογα με τη βαρύτητα του περιστατικού. Το ύψος του διοικητικού προστίμου καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας διακοπής της κυκλοφορίας, της έκτασης και των συνεπειών αυτής, καθώς και του βαθμού υπαιτιότητας εκάστου εμπλεκόμενου φορέα ή προσώπου. Το διοικητικό πρόστιμο της παρούσας παραγράφου επιβάλλεται ανεξαρτήτως της επιβολής τυχόν άλλων κυρώσεων οι οποίες προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.

 

9. Εφόσον από το πόρισμα της Επιτροπής Διερεύνησης προκύπτουν ευθύνες δημοσίων υπαλλήλων κινείται η διαδικασία επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.