Ευρωπαϊκή Οδηγία 2004/17

Οδηγία 2004/17/ΕΚ: Περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Οδηγία 2004/17/ΕΚ: Περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, (31-04-2004), (EEL 134/2004).

 

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

 

Έχοντας υπόψη:

 

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47, παράγραφος 2, και τα άρθρα 55 και 95,
την πρόταση της Επιτροπής (1),
τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

 

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο ενέκρινε η επιτροπή συνδιαλλαγής στις 09-12-2003,

 

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

 

(1) Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων της οδηγίας [ΕΟΚ] 1993/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14-06-1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (5), οι οποίες είναι αναγκαίες προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις απλούστευσης και εκσυγχρονισμού που διατύπωσαν τόσο οι αναθέτοντες φορείς όσο και οι οικονομικοί φορείς στο πλαίσιο των απαντήσεών τους στην Πράσινη Βίβλο που εξέδωσε η Επιτροπή στις 27-11-1996, ενδείκνυται, για λόγους σαφήνειας. να αναδιατυπωθεί η εν λόγω οδηγία. Η παρούσα οδηγία βασίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στη νομολογία σχετικά με τα κριτήρια ανάθεσης, η οποία διασαφηνίζει τις δυνατότητες των φορέων που αναθέτουν να ικανοποιούν τις ανάγκες του ενδιαφερομένου κοινού, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού ή κοινωνικού τομέα, υπό τον όρο ότι τα κριτήρια αυτά συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης, δεν παρέχουν απεριόριστη ελευθερία επιλογής στον αναθέτοντα φορέα, μνημονεύονται ρητώς και τηρούν τις θεμελιώδεις αρχές που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 9.

 

(2) Ένας σημαντικός λόγος για τη θέσπιση κανόνων συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς αυτούς, είναι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οι εθνικές αρχές μπορούν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά αυτών των φορέων, ιδίως, με συμμετοχή στα κεφάλαιά τους ή με εκπροσώπηση στα όργανα διοίκησης, διαχείρισης ή εποπτείας τους.

 

(3) Ένας ακόμη από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητος ο συντονισμός των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων από φορείς των τομέων αυτών, είναι ο κλειστός χαρακτήρας των αγορών στις οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους, ο οποίος οφείλεται στη χορήγηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων από τις εθνικές αρχές για την τροφοδότηση, τη χρήση ή την εκμετάλλευση των δικτύων παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας.

 

(4) Οι κοινοτικές ρυθμίσεις, ιδίως ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθμός 3975/1987 του Συμβουλίου, της 14-12-1987, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (6) και ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθμός 3976/1987 του Συμβουλίου, της 14-12-1987, για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (7), αποσκοπεί να δημιουργήσει όρους μεγαλύτερου ανταγωνισμού μεταξύ φορέων που παρέχουν υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών στο κοινό. Κατά συνέπεια, δεν ενδείκνυται να συμπεριληφθούν οι εν λόγω φορείς στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Λόγω του ανταγωνισμού που υπάρχει στις κοινοτικές θαλάσσιες μεταφορές, δεν είναι σκόπιμο επίσης να υπάγονται οι συμβάσεις που συνάπτονται στον τομέα αυτό στους κανόνες της παρούσας οδηγίας.

 

(5) Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1993/38/ΕΟΚ καλύπτει επί του παρόντος ορισμένες συμβάσεις που αναθέτουν φορείς του τομέα των τηλεπικοινωνιών. Για το άνοιγμα του τομέα των τηλεπικοινωνιών, θεσπίσθηκε ένα νομοθετικό πλαίσιο, για το οποίο γίνεται λόγος στην τέταρτη έκθεση, της 25-11-1998, επί της εφαρμογής της ρύθμισης του τομέα σε θέματα τηλεπικοινωνιών. Μία από τις συνέπειες της θέσπισής του, είναι η δημιουργία όρων πραγματικού ανταγωνισμού, τόσο εκ του νόμου όσο και εκ των πραγμάτων, στον τομέα αυτό. Προς ενημέρωση και λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση αυτή, η Επιτροπή δημοσίευσε κατάλογο των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών (8) που είχαν ήδη τυχόν αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας δυνάμει του άρθρου 8. Στην έβδομη έκθεση της 26-11-2001 επιβεβαιώθηκε περαιτέρω πρόοδος για την εφαρμογή των ρυθμίσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών. Δεν είναι επομένως απαραίτητο πλέον να ρυθμίζονται κανονιστικά οι αγορές που πραγματοποιούνται από φορείς του τομέα αυτού.

 

(6) Κατά συνέπεια, δεν ενδείκνυται πλέον η διατήρηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τις Συμβάσεις Τηλεπικοινωνιών, η οποία συστάθηκε με την οδηγία [ΕΟΚ] 1990/531/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17-09-1990, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (9).

 

(7) Θα πρέπει, ωστόσο, να συνεχισθεί η παρακολούθηση της εξέλιξης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και να επανεξετάζεται η κατάσταση, εάν διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται πλέον πραγματικός ανταγωνισμός στον εν λόγω τομέα.

 

(8) Η οδηγία 1993/38/ΕΟΚ εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της την αγορά υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας, τηλετυπίας, κινητής ραδιοτηλεφωνίας, τηλεειδοποίησης και μεταδόσεων μέσω δορυφόρου. Οι εξαιρέσεις αυτές θεσπίσθηκαν προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι πολλές φορές οι εν λόγω υπηρεσίες μπορούσαν να παρέχονται από έναν μόνο πάροχο υπηρεσιών σε δεδομένη γεωγραφική ζώνη, λόγω απουσίας πραγματικού ανταγωνισμού και ύπαρξης ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων. Η εισαγωγή πραγματικού ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών δεν δικαιολογεί πλέον τις εξαιρέσεις αυτές. Είναι, επομένως, απαραίτητο να ενσωματωθεί η αγορά παρόμοιων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

 

(9) Για να εξασφαλιστεί το άνοιγμα στον ανταγωνισμό των συμβάσεων δημόσιων προμηθειών που ανατίθενται από φορείς των τομέων του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, είναι σκόπιμο να καταρτισθούν διατάξεις για τον κοινοτικό συντονισμό των συμβάσεων που υπερβαίνουν μια συγκεκριμένη αξία. Ο συντονισμός αυτός βασίζεται στις απαιτήσεις που προκύπτουν από τα άρθρα 14, 28 και 49 της συνθήκης Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το άρθρο 97 της συνθήκης Ευρατόμ, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, στο πλαίσιο της οποίας η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων είναι απλώς μια ειδική έκφραση, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρχή της αναλογικότητας, καθώς και η αρχή της διαφάνειας. Λόγω της φύσεως των τομέων που υπάγονται σε αυτόν, ο συντονισμός αυτός θα πρέπει, διασφαλίζοντας την εφαρμογή των εν λόγω αρχών, να θεσπίζει ένα πλαίσιο θεμιτών εμπορικών πρακτικών και θα πρέπει να επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία.

 

Για τις δημόσιες συμβάσεις, των οποίων η αξία είναι χαμηλότερη από την αξία που ενεργοποιεί την εφαρμογή των διατάξεων κοινοτικού συντονισμού, είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί η νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται οι προαναφερόμενοι κανόνες και αρχές της συνθήκης.

 

(10) Προκειμένου να εξασφαλισθεί πραγματικό άνοιγμα της αγοράς και ισόρροπη εφαρμογή των κανόνων σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, απαιτείται να ορίζονται οι αντίστοιχοι φορείς με βάση άλλα κριτήρια και όχι το νομικό καθεστώς τους. Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει μέριμνα ώστε να μη θίγεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης φορέων ανάθεσης του δημόσιου τομέα και φορέων ανάθεσης του ιδιωτικού τομέα. Είναι επίσης απαραίτητο, σύμφωνα με το άρθρο 295 της συνθήκης, να μην προδικάζεται κατά κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη.

 

(11) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε η συμμετοχή ενός οργανισμού δημοσίου δικαίου ως προσφέροντος σε διαδικασία σύναψης σύμβασης να μην προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των ιδιωτών που υποβάλλουν προσφορά.

 

(12) Σύμφωνα με το άρθρο 6 της συνθήκης, οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να εντάσσονται στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 αυτής, ιδίως προκειμένου να προωθείται η αειφόρος ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία διευκρινίζει με ποιο τρόπο οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα εγγυάται στους αναθέτοντες φορείς ότι θα μπορούν να επιτυγχάνουν, για τις συμβάσεις τους, την καλύτερη σχέση ποιότητας / τιμής.

 

(13) Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να απαγορεύει την επιβολή της εφαρμογής ή την εφαρμογή μέτρων απαραίτητων για την προστασία των χρηστών ηθών, της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της προστασίας της υγείας και της ζωής ανθρώπων και ζώων ή της διαφύλαξης των φυτών, με γνώμονα ιδίως την αειφόρο ανάπτυξη, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά είναι σύμφωνα προς τη συνθήκη.

 

(14) Η απόφαση 1994/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22-12-1994, σχετικά με τη σύναψη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για τα θέματα της αρμοδιότητάς της, συμφωνιών στο πλαίσιο των πολυμερών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (1986 - 1994) (10), μεταξύ άλλων, ενέκρινε τη συμφωνία σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, στο εξής αναφερόμενη ως συμφωνία, σκοπός της οποίας είναι η θέσπιση ενός πολυμερούς πλαισίου ισόρροπων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τις δημόσιες συμβάσεις ενόψει της φιλελευθεροποίησης και της ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου. Λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων και των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Κοινότητα σε διεθνές επίπεδο με την αποδοχή της συμφωνίας, το καθεστώς που εφαρμόζεται στους προσφέροντες και στα προϊόντα από τρίτες χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία, είναι εκείνο που ορίζει η συμφωνία. Η συμφωνία δεν έχει άμεση ισχύ. Θα πρέπει, συνεπώς, οι αναθέτοντες φορείς που καλύπτονται από τη συμφωνία και οι οποίοι συμμορφώνονται προς την παρούσα οδηγία και την εφαρμόζουν στους οικονομικούς φορείς τρίτων χωρών, οι οποίοι την έχουν υπογράψει, να τηρούν επίσης τη συμφωνία αυτή. Θα πρέπει ομοίως, η παρούσα οδηγία να εγγυάται στους οικονομικούς φορείς της Κοινότητας όρους συμμετοχής στις δημόσιες συμβάσεις εξίσου ευνοϊκούς με τους όρους που επιφυλάσσει στους οικονομικούς φορείς τρίτων χωρών, οι οποίοι έχουν υπογράψει τη συμφωνία.

 

(15) Πριν από την έναρξη μιας διαδικασίας σύναψης μιας σύμβασης, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν, μέσω ενός τεχνικού διαλόγου, να ζητούν ή να δέχονται συμβουλές που μπορούν να χρησιμοποιούνται για την προετοιμασία της συγγραφής υποχρεώσεων, υπό τον όρο όμως ότι οι εν λόγω συμβουλές δεν προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού.

 

(16) Λόγω της πολυμορφίας που παρουσιάζουν οι συμβάσεις έργων, οι αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν τόσο τη χωριστή όσο και την από κοινού ανάθεση των συμβάσεων για τη μελέτη και τον σχεδιασμό των έργων. Η παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί στο να επιβάλει τη χωριστή ή την από κοινού σύναψη. Η απόφαση όσον αφορά τη χωριστή ή την από κοινού ανάθεση της σύμβασης θα πρέπει να λαμβάνεται με γνώμονα ποιοτικά και οικονομικά κριτήρια τα οποία μπορούν να προσδιορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

 

Μια σύμβαση θα πρέπει να θεωρείται σύμβαση έργων μόνο στην περίπτωση που το αντικείμενό της καλύπτει ειδικά τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων, που απαριθμούνται στο παράρτημα ΧΙ, ακόμα κι αν η σύμβαση καλύπτει την παροχή και άλλων υπηρεσιών αναγκαίων για τη διεξαγωγή αυτών των δραστηριοτήτων. Οι συμβάσεις υπηρεσιών, μεταξύ άλλων και στον τομέα των υπηρεσιών διαχείρισης ακινήτων, μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να περιλαμβάνουν και την εκτέλεση εργασιών. Ωστόσο, όταν οι εργασίες αυτές είναι παρεμπίπτουσες ως προς το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, και, κατά συνέπεια, αποτελούν συνέπεια ή συμπλήρωμα του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης, το γεγονός ότι οι εν λόγω εργασίες περιλαμβάνονται στη σύμβαση δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως σύμβασης έργων.

 

Για λόγους υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης έργων, είναι σκόπιμο να λαμβάνονται ως βάση η αξία των ίδιων των έργων καθώς και η εκτιμώμενη αξία των ενδεχόμενων προμηθειών και υπηρεσιών, τις οποίες θέτουν οι αναθέτοντες φορείς στη διάθεση των εργοληπτών, στο βαθμό που οι εν λόγω υπηρεσίες ή προμήθειες απαιτούνται για την εκτέλεση των συγκεκριμένων έργων. Εξυπακούεται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι αφορώμενες υπηρεσίες είναι εκείνες που παρέχουν οι αναθέτοντες φορείς μέσω του προσωπικού τους. Εξάλλου, ο υπολογισμός της αξίας των συμβάσεων υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το εάν οι υπηρεσίες αυτές τίθενται στη διάθεση εργολήπτη για τη μεταγενέστερη εκτέλεση έργων, ακολουθεί τους κανόνες που εφαρμόζονται στις συμβάσεις υπηρεσιών.

 

(17) Για την εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων της παρούσας οδηγίας, καθώς και για λόγους εποπτείας, ο τομέας των υπηρεσιών οριοθετείται καλύτερα αν υποδιαιρεθεί σε κατηγορίες που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες κλάσεις μιας κοινής ονοματολογίας και αν οι κατηγορίες αυτές συγκεντρωθούν σε δυο παραρτήματα, XVIΙΑ και XVIΙB, ανάλογα με το καθεστώς στο οποίο υπόκεινται. Όσον αφορά τις υπηρεσίες του παραρτήματος XVΙIB, οι οικείες διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της εφαρμογής των ειδικών κοινοτικών κανόνων στις εν λόγω υπηρεσίες.

 

(18) Όσον αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών, η πλήρης εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να περιορισθεί, για μια μεταβατική περίοδο, στις συμβάσεις στις οποίες οι διατάξεις της επιτρέπουν την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων αύξησης των συναλλαγών εκτός των συνόρων. Οι συμβάσεις για τις άλλες υπηρεσίες θα πρέπει να παρακολουθούνται κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, πριν να αποφασισθεί η πλήρης εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Χρειάζεται, στην περίπτωση αυτή, να ορισθεί ο μηχανισμός της εν λόγω παρακολούθησης. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει, παράλληλα, να επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους να έχουν πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες.

 

(19) Θα πρέπει να αποφεύγονται τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Συνεπώς, οι πάροχοι υπηρεσιών μπορούν να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει ωστόσο να θίγει την εφαρμογή, σε εθνικό επίπεδο, των κανόνων για τις συνθήκες άσκησης δραστηριότητας ή επαγγέλματος, υπό τον όρο ότι συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο.

 

(20) Ορισμένες νέες ηλεκτρονικές τεχνικές αγορών παρουσιάζουν συνεχή ανάπτυξη. Οι τεχνικές αυτές επιτρέπουν τη διεύρυνση του ανταγωνισμού και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημοσίων αγορών, ιδίως με την εξοικονόμηση χρόνου και κόστους που συνεπάγεται η χρήση τους. Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να χρησιμοποιούν αυτές τις τεχνικές, υπό τον όρον ότι, κατά τη χρήση τους, τηρούνται οι κανόνες που θεσπίζει η παρούσα οδηγία καθώς και η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων και η αρχή της διαφάνειας. Εν προκειμένω, μια προσφορά, ιδίως δυνάμει συμφωνίας - πλαίσιο ή όταν εφαρμόζεται δυναμικό σύστημα αγορών, μπορεί να υποβάλλεται με τη μορφή ηλεκτρονικού καταλόγου του προσφέροντος, εφόσον αυτός χρησιμοποιεί το μέσο επικοινωνίας που έχει επιλέξει ο αναθέτων φορέας σύμφωνα με το άρθρο 48.

 

(21) Λαμβανομένης υπόψη της ταχείας επέκτασης των ηλεκτρονικών συστημάτων αγορών, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν στο εξής ενδεδειγμένοι κανόνες που να επιτρέπουν στους αναθέτοντες φορείς να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρουν τα εν λόγω συστήματα. Με αυτή την προοπτική, είναι σκόπιμο να προσδιορισθεί ένα καθ' ολοκληρίαν ηλεκτρονικό δυναμικό σύστημα αγορών για τις αγορές τρέχουσας χρήσεως, και να καθορισθούν ειδικοί κανόνες για την εφαρμογή και τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος ώστε να εξασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση κάθε οικονομικού φορέα, ο οποίος επιθυμεί να συμμετάσχει σε αυτό. Κάθε οικονομικός φορέας θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει σε αυτό το σύστημα, εφόσον υποβάλλει ενδεικτική προσφορά ευθυγραμμισμένη με τη συγγραφή υποχρεώσεων και πληροί τα κριτήρια επιλογής. Αυτή η τεχνική αγορών επιτρέπει στους αναθέτοντες φορείς, με τη δημιουργία καταλόγου των προσφερόντων οι προσφορές των οποίων έχουν γίνει δεκτές, και με τη δυνατότητα συμμετοχής που παρέχεται σε νέους προσφέροντες, να έχουν στη διάθεσή τους ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα προσφορών, χάρη στα χρησιμοποιούμενα ηλεκτρονικά μέσα, και, συνεπώς, να εξασφαλίζουν τη βέλτιστη χρησιμοποίηση των πόρων, μέσω ευρέως ανταγωνισμού.

 

(22) Δεδομένου ότι οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αποτελούν τεχνική που φαίνεται να διαδίδεται, θα πρέπει να δοθεί στους εν λόγω πλειστηριασμούς κοινοτικός ορισμός και να πλαισιωθούν από ειδικούς κανόνες προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι, κατά τη διενέργειά τους θα τηρούνται πλήρως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων και η αρχή της διαφάνειας. Προς το σκοπό αυτό, ενδείκνυται να προβλεφθεί ότι οι ηλεκτρονικοί αυτοί πλειστηριασμοί καλύπτουν μόνον τις συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών για τις οποίες οι προδιαγραφές μπορούν να προσδιορισθούν με ακριβή τρόπο. Αυτό μπορεί συγκεκριμένα να ισχύει για συμβάσεις προμηθειών, έργων και επαναλαμβανόμενων υπηρεσιών. Για τον ίδιο σκοπό, θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι η αντίστοιχη κατάταξη των προσφερόντων θα μπορεί να καταρτίζεται ανά πάσα στιγμή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Η χρήση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών επιτρέπει στους αναθέτοντες φορείς να ζητούν από τους προσφέροντες να υποβάλλουν νέες, χαμηλότερες τιμές, και, όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον οικονομικώς συμφέρουσα προσφορά, να βελτιώνουν άλλα στοιχεία των προσφορών πέραν των τιμών. Για να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της διαφάνειας, μόνον τα στοιχεία που επιδέχονται αυτόματη αξιολόγηση με ηλεκτρονικά μέσα, χωρίς παρέμβαση ή / και εκτίμηση του αναθέτοντος φορέα, θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, δηλαδή μόνον τα στοιχεία που είναι προσδιορίσιμα ποσοτικά κατά τρόπον ώστε να εκφράζονται αριθμητικώς ή ως ποσοστά. Από την άλλη πλευρά, οι πτυχές εκείνες των προσφορών που συνεπάγονται εκτίμηση στοιχείων που δεν είναι ποσοτικά προσδιορίσιμα, δεν θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Συνεπώς, ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών και έργων οι οποίες έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες πνευματικού δημιουργού, όπως ο σχεδιασμός έργων, δεν θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.

 

(23) Στα κράτη μέλη έχουν αναπτυχθεί ορισμένες τεχνικές συγκέντρωσης των προμηθειών. Διάφορες αναθέτουσες αρχές είναι επιφορτισμένες με την πραγματοποίηση αγορών ή τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων / συμφωνιών - πλαίσιο που προορίζονται για τους αναθέτοντες φορείς. Οι τεχνικές αυτές παρέχουν τη δυνατότητα, λόγω του όγκου των αγοραζόμενων ποσοτήτων, να διευρύνεται ο ανταγωνισμός και να βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα των δημόσιων αγορών. Θα πρέπει, επομένως, να προβλεφθεί ένας κοινοτικός ορισμός της κεντρικής αρχής προμηθειών που εξυπηρετεί τους αναθέτοντες φορείς. Είναι επίσης σκόπιμο να καθορισθούν οι όροι υπό τους οποίους, τηρουμένων της αρχής της αποφυγής διακρίσεων και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, οι αναθέτοντες φορείς που αποκτούν έργα, προμήθειες και / ή υπηρεσίες προσφεύγοντας σε κεντρική αρχή προμηθειών να μπορεί να θεωρείται ότι έχουν τηρήσει την παρούσα οδηγία.

 

(24) Για να ληφθούν υπόψη οι διαφορετικές συνθήκες που ισχύουν στα κράτη μέλη, είναι σκόπιμο να τους παρέχεται η ευχέρεια να επιλέγουν κατά πόσον οι αναθέτοντες φορείς δύνανται να προσφεύγουν σε κεντρικές αρχές προμηθειών, σε δυναμικά συστήματα αγορών ή σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, όπως ορίζονται και ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία.

 

(25) Θα πρέπει να διατυπωθεί κατάλληλος ορισμός της έννοιας των ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων. Ο ορισμός αυτός έχει ως συνέπεια ότι δεν συνιστά καθαυτό αποκλειστικό ή ειδικό δικαίωμα, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, το γεγονός ότι ένας φορέας μπορεί, για τις ανάγκες της κατασκευής των δικτύων ή της τοποθέτησης λιμενικών ή αερολιμενικών εγκαταστάσεων, να κινεί διαδικασία απαλλοτρίωσης υπέρ του δημοσίου ή σύσταση δουλείας, ή να χρησιμοποιεί το έδαφος, το υπέδαφος και τον χώρο τον υπερκείμενο της δημοσίας οδού προκειμένου να τοποθετήσει τον εξοπλισμό του δικτύου. Το γεγονός ότι ένας φορέας τροφοδοτεί με πόσιμο ύδωρ, ηλεκτρισμό, αέριο ή θερμότητα ένα δίκτυο την εκμετάλλευση του οποίου έχει αναλάβει φορέας που απολαύει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων που χορηγούνται από αρμόδια αρχή του εκάστοτε κράτους μέλους, δεν αποτελεί επίσης καθαυτό αποκλειστικό ή ειδικό δικαίωμα κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. Ομοίως, δικαιώματα που παρέχονται από ένα κράτος μέλος υπό οιαδήποτε μορφή, μεταξύ άλλων με πράξεις εκχώρησης, σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων με βάση κριτήρια αντικειμενικά, αναλογικά και χωρίς διακρίσεις, και τα οποία δίνουν σε κάθε ενδιαφερόμενο που πληροί αυτά τα κριτήρια τη δυνατότητα να επωφελείται αυτών των δικαιωμάτων, δεν μπορούν να θεωρούνται ως αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα.

 

(26) Θα πρέπει οι αναθέτοντες φορείς να εφαρμόζουν κοινές διατάξεις για τη σύναψη των συμβάσεων που αφορούν τις δραστηριότητές τους στον τομέα του ύδατος και οι κανόνες αυτοί να ισχύουν επίσης και όταν οι αναθέτουσες αρχές, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, συνάπτουν συμβάσεις για τις δραστηριότητές τους στον τομέα των υδραυλικών, αρδευτικών και αποστραγγιστικών έργων καθώς και στον τομέα της διάθεσης και επεξεργασίας λυμάτων. Ωστόσο, οι κανόνες σύναψης συμβάσεων του είδους των κανόνων που προτείνονται για τις συμβάσεις προμηθειών, δεν ενδείκνυνται για την αγορά ύδατος, δεδομένης της ανάγκης εφοδιασμού με ύδωρ από πηγές κοντά στον τόπο χρησιμοποίησής του.

 

(27) Ορισμένοι φορείς που παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορείο εξαιρούνταν ήδη από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1993/38/ΕΟΚ. Τέτοιοι φορείς θα πρέπει να εξαιρεθούν επίσης από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Προκειμένου να αποφεύγεται η εφαρμογή μεγάλου αριθμού ειδικών καθεστώτων σε ορισμένους τομείς αποκλειστικά, η γενική διαδικασία που επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα του ανοίγματος στον ανταγωνισμό θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης και σε όλους τους φορείς που παρέχουν υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορείο, που δεν εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1993/38/ΕΟΚ, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 4 της οδηγίας αυτής.

 

(28) Λαμβανομένου υπόψη του περαιτέρω ανοίγματος των ταχυδρομικών υπηρεσιών της Κοινότητας στον ανταγωνισμό και δεδομένου ότι οι σχετικές υπηρεσίες παρέχονται μέσω δικτύου από αναθέτουσες αρχές, από δημόσιες επιχειρήσεις και από άλλες επιχειρήσεις, οι συμβάσεις που συνάπτονται από τους αναθέτοντες φορείς, οι οποίοι παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες, θα πρέπει να υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του άρθρου 30, οι οποίοι, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 9, δημιουργούν ένα πλαίσιο θεμιτών εμπορικών πρακτικών και επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία από αυτή που προσφέρει η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31-03-2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (11). Για τον προσδιορισμό των σχετικών δραστηριοτήτων, είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί της οδηγίας [ΕΟΚ] 1997/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15-12-1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (12).

 

Ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς τους, οι φορείς που παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες δεν υπόκεινται προς το παρόν στους κανόνες της οδηγίας 1993/38/ΕΟΚ. Η προσαρμογή των διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων προς την παρούσα οδηγία μπορεί, συνεπώς, να απαιτήσει περισσότερο χρόνο όσον αφορά τους φορείς αυτούς σε σύγκριση με τους φορείς που υπόκεινται ήδη στους προαναφερόμενους κανόνες, οι οποίοι θα πρέπει απλώς να προσαρμόσουν τις διαδικασίες τους στις τροποποιήσεις που επιφέρει η παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, η ετεροχρονισμένη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να επιτραπεί, ώστε να μπορέσουν να τηρηθούν οι συμπληρωματικές προθεσμίες που απαιτούνται για την προσαρμογή. Λόγω των διαφόρων καταστάσεων που επικρατούν όσον αφορά τους εν λόγω φορείς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέψουν μεταβατική περίοδο για την εφαρμογή των κανόνων της παρούσας οδηγίας στους αναθέτοντες φορείς οι οποίοι δρουν στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

 

(29) Είναι δυνατόν να ανατίθενται συμβάσεις για την κάλυψη των απαιτήσεων οι οποίες είναι εγγενείς σε διάφορες δραστηριότητες, που υπόκεινται ενδεχομένως σε διαφορετικά νομικά καθεστώτα. Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται σε μια μοναδική σύμβαση προοριζόμενη να καλύψει περισσότερους δραστηριότητες, θα πρέπει να υπάγεται στους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητα για την οποία προορίζεται κατά κύριο λόγο. Ο προσδιορισμός της δραστηριότητας για την οποία προορίζεται κατά κύριο λόγο η σύμβαση,μπορεί να βασίζεται στην ανάλυση των απαιτήσεων που πρέπει να καλύπτει η συγκεκριμένη σύμβαση, στην οποία προβαίνει ο αναθέτων φορέας για τους σκοπούς του υπολογισμού της αξίας της σύμβασης και την προετοιμασία της συγγραφής υποχρεώσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως κατά την αγορά ενός τμήματος εξοπλισμού για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων για τις οποίες δεν υφίστανται πληροφορίες που θα επέτρεπαν την εκτίμηση του αντίστοιχου βαθμού χρήσης, είναι δυνατόν να είναι αντικειμενικά αδύνατον να προσδιορισθεί για ποια δραστηριότητα προορίζεται κατά κύριο λόγο η σύμβαση. Θα πρέπει να προβλεφθεί ποιοι κανόνες εφαρμόζονται σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

(30) Με την επιφύλαξη των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας, είναι αναγκαίο να απλουστευθεί η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, με το να απλουστευθούν, μεταξύ άλλων, τα κατώτατα όρια και να εφαρμόζονται σε όλους τους αναθέτοντες φορείς, ανεξαρτήτως του τομέα στον οποίο ασκούν τις δραστηριότητές τους, οι διατάξεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους συμμετέχοντες για τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων και με τα αποτελέσματά τους. Εξάλλου, στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης, είναι σκόπιμο να ορισθούν κατώτατα όρια που να εκφράζονται σε ευρώ, κατά τρόπον ώστε να απλουστεύεται η εφαρμογή των διατάξεων αυτών και να εξασφαλίζεται ταυτόχρονα η τήρηση των κατώτατων ορίων που προβλέπει η συμφωνία και τα οποία εκφράζονται σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (ΕΤΔ). Με αυτή την προοπτική, θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η περιοδική αναθεώρηση των κατώτατων ορίων σε ευρώ προκειμένου να προσαρμόζονται, εφόσον είναι απαραίτητο, σε συνάρτηση με τις ενδεχόμενες αρνητικές διακυμάνσεις της τιμής του ευρώ σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει επίσης τα κατώτατα όρια που ισχύουν για τους διαγωνισμούς μελετών να είναι ταυτόσημα με τα όρια που ισχύουν για τις συμβάσεις υπηρεσιών.

 

(31) Θα πρέπει να προβλεφθεί διάταξη για περιπτώσεις όπου είναι δυνατόν να μην εφαρμοσθούν μέτρα για τον συντονισμό διαδικασιών για λόγους οι οποίοι αφορούν την κρατική ασφάλεια ή κρατικά μυστικά ή λόγω ειδικών κανόνων για την ανάθεση συμβάσεων που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες ή είναι σχετικοί με τη στάθμευση στρατευμάτων ή εφαρμόζονται ειδικά για διεθνείς οργανισμούς.

 

(32) Είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών, προμηθειών και έργων που ανατίθενται σε συνδεδεμένη επιχείρηση, κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, προμηθειών ή έργων στον όμιλο στον οποίο ανήκει η ίδια και όχι η προσφορά τους στην αγορά. Είναι επίσης σκόπιμο να εξαιρεθούν ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών, προμηθειών και έργων που ανατίθενται από αναθέτοντα φορέα σε κοινοπραξία, η οποία έχει συσταθεί από πολλούς αναθέτοντες φορείς με σκοπό την άσκηση των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και της οποίας αποτελεί μέρος. Ωστόσο, είναι σκόπιμο να εξασφαλισθεί ότι ο αποκλεισμός αυτός δεν προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού προς όφελος επιχειρήσεων ή κοινοπραξιών συνδεδεμένων με τους αναθέτοντες φορείς είναι σκόπιμο να προβλεφθεί κατάλληλη δέσμη των κανόνων, ιδίως όσον αφορά τα ανώτατα όρια έως τα οποία ο ετήσιος κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων μπορεί να προέρχεται από την αγορά και πέραν των οποίων δεν είναι πλέον δυνατόν να τους ανατίθενται συμβάσεις χωρίς πρόσκληση προς διαγωνισμό, τη σύνθεση των κοινοπραξιών και τη σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ αυτών των κοινοπραξιών και των φορέων που αναθέτουν.

 

(33) Στα πλαίσια των υπηρεσιών, οι συμβάσεις που αφορούν απόκτηση ή μίσθωση γης, ακινήτων ή άλλων ή δικαιωμάτων επί των αγαθών αυτών, παρουσιάζουν ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, τα οποία καθιστούν απρόσφορη την εφαρμογή των κανόνων σύναψης συμβάσεων.

 

(34) Οι υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού παρέχονται συνήθως από οργανισμούς ή πρόσωπα τα οποία ορίζονται ή επιλέγονται κατά τρόπο που δεν είναι δυνατόν να υπόκειται σε κανόνες σύναψης συμβάσεων.

 

(35) Σύμφωνα με τη συμφωνία, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι οποίες εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία, δεν περιλαμβάνουν τις συμβάσεις που αφορούν την έκδοση, την αγορά, την πώληση ή άλλη μεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων ιδίως, δεν καλύπτονται οι συναλλαγές που έχουν ως στόχο την απόκτηση χρηματικών ποσών ή κεφαλαίων από τους αναθέτοντες φορείς.

 

(36) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει την παροχή υπηρεσιών μόνον εφόσον η παροχή υπηρεσιών βασίζεται σε σύμβαση.

 

(37) Δυνάμει του άρθρου 163 της συνθήκης, η ενθάρρυνση της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης αποτελεί ένα από τα μέσα ενίσχυσης των επιστημονικών και τεχνολογικών βάσεων της κοινοτικής βιομηχανίας και το άνοιγμα των συμβάσεων υπηρεσιών βοηθά στην επίτευξη του στόχου αυτού. Η συγχρηματοδότηση προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης δεν θα πρέπει να καλύπτεται από την παρούσα οδηγία, επομένως, δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία οι συμβάσεις έρευνας και ανάπτυξης, εκτός από εκείνες οι καρποί των οποίων ανήκουν αποκλειστικά στον αναθέτοντα φορέα για ιδία χρήση κατά την άσκηση της ιδίας δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η παροχή υπηρεσιών αμείβεται εξ ολοκλήρου από τον αναθέτοντα φορέα.

 

(38) Προκειμένου να αποφευχθεί η διάδοση ειδικών καθεστώτων που ισχύουν αποκλειστικά σε ορισμένους τομείς, θα πρέπει το ειδικό καθεστώς που ισχύει σήμερα και το οποίο έχει δημιουργηθεί βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας 1993/38/ΕΟΚ και του άρθρου 12 της οδηγίας [ΕΟΚ] 1994/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30-05-1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων (13), όσον αφορά τους φορείς που εκμεταλλεύονται μια γεωγραφική περιοχή για σκοπούς αναζήτησης ή εξόρυξης πετρελαίου, αερίου, άνθρακα ή άλλων στερεών καυσίμων, να αντικατασταθεί από μια γενική διαδικασία που να επιτρέπει την απαλλαγή των τομέων που είναι απευθείας εκτεθειμένοι στον ανταγωνισμό. Πρέπει, ωστόσο, να εξασφαλισθεί ότι αυτό θα γίνει με την επιφύλαξη της απόφασης 1993/676/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 10-12-1993, με την οποία θεσπίζεται ότι η εκμετάλλευση γεωγραφικών περιοχών με σκοπό την αναζήτηση ή εξόρυξη πετρελαίου ή φυσικού αερίου δεν θεωρείται στις Κάτω Χώρες ως δραστηριότητα αναφερόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο i) της οδηγίας [ΕΟΚ] 1990/531/ΕΟΚ του Συμβουλίου και ότι οι φορείς που ασκούν τις δραστηριότητες αυτές δεν θεωρούνται στις Κάτω Χώρες ότι απολαύουν ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας (14), της απόφασης 1997/367/ΕΚ της Επιτροπής, της 30-05-1997, με την οποία διαπιστώνεται ότι η εκμετάλλευση μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής με σκοπό την αναζήτηση, συλλογή ή εξόρυξη πετρελαίου ή αερίου δεν αποτελεί στο Ηνωμένο Βασίλειο δραστηριότητα αναφερόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β), σημείο i) της οδηγίας 1993/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου και ότι δεν θεωρείται ότι οι φορείς που επιδίδονται σε τέτοια δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο απολαύουν ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας (15), της απόφασης 2002/205/ΕΚ της Επιτροπής, της 04-03-2002, σε συνέχεια της αίτησης της Αυστρίας να προσφύγει στο εξαιρετικό καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 1993/38/ΕΟΚ (16) και της απόφασης 2004/73/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με αίτημα της Γερμανίας να εφαρμόσει την ειδική διαδικασία του άρθρου 3 της οδηγίας 1993/38/ΕΟΚ (17).

 

(39) Η απασχόληση και η εργασία είναι βασικά στοιχεία για τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους και συμβάλλουν στην κοινωνική ένταξη. Στο πλαίσιο αυτό, τα προγράμματα προστατευομένων εργαστηρίων και προστατευόμενης απασχόλησης συμβάλλουν αποτελεσματικά στην ένταξη ή επανένταξη των ατόμων με αναπηρίες στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, τα εργαστήρια αυτά ενδέχεται να μην είναι σε θέση να λάβουν συμβόλαια υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Συνεπώς, είναι ενδεδειγμένο να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παραχωρούν κατ' αποκλειστικότητα στα εργαστήρια αυτά το δικαίωμα συμμετοχής σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων ή να αναθέτουν κατ' αποκλειστικότητα την εκτέλεση συμβάσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων προστατευόμενης απασχόλησης.

 

(40) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις συμβάσεις που επιτρέπουν τη διεξαγωγή δραστηριότητας που ορίζεται στα άρθρα 3 έως 7, ούτε στους διαγωνισμούς μελετών που διοργανώνονται για τη διεξαγωγή τέτοιας δραστηριότητας, εάν στο κράτος μέλος στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα είναι απευθείας εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό σε αγορές όπου η πρόσβαση δεν είναι περιορισμένη. Θα πρέπει λοιπόν να θεσπισθεί μια διαδικασία που να εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς τους οποίους καλύπτει η παρούσα οδηγία, η οποία θα επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα ενός ανοίγματος στον ανταγωνισμό, στο παρόν ή στο μέλλον. Μια τέτοια διαδικασία θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου στους ενδιαφερόμενους φορείς και μια κατάλληλη διαδικασία λήψης αποφάσεων, επιτρέποντας, σε σύντομες προθεσμίες, να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στον τομέα αυτόν.

 

(41) Η απευθείας έκθεση στον ανταγωνισμό θα πρέπει να αξιολογείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών του σχετικού τομέα. Η εφαρμογή της προσήκουσας κοινοτικής νομοθεσίας για το άνοιγμα ενός συγκεκριμένου τομέα ή ενός μέρους του, θεωρείται επαρκές τεκμήριο ελεύθερης πρόσβασης στην εν λόγω αγορά. Η προαναφερόμενη προσήκουσα νομοθεσία θα πρέπει να επισημαίνεται σε παράρτημα το οποίο μπορεί να ενημερώνει η Επιτροπή. Κατά την ενημέρωση αυτή, η Επιτροπή λαμβάνει ιδίως υπόψη την ενδεχόμενη θέσπιση μέτρων που συνεπάγονται πραγματικό άνοιγμα στον ανταγωνισμό τομέων άλλων εκτός από εκείνους για τους οποίους αναφέρεται ήδη νομοθεσία στο παράρτημα ΧΙ, όπως για τον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών. Όταν η ελεύθερη πρόσβαση σε μια συγκεκριμένη αγορά δεν απορρέει από την κοινοτική νομοθεσία, θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι η εν λόγω πρόσβαση είναι ελεύθερη, εκ του νόμου και εκ των πραγμάτων. Προς το σκοπό αυτό, η εφαρμογή, από ένα κράτος μέλος, μιας οδηγίας, όπως η οδηγία [ΕΟΚ] 1994/22/ΕΚ, που ανοίγει συγκεκριμένο τομέα στον ανταγωνισμό για άλλο τομέα, όπως ο τομέας του άνθρακα, αποτελεί ένα γεγονός το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 30.

 

(42) Οι τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται από τους αγοραστές θα πρέπει να επιτρέπουν το άνοιγμα των δημόσιων συμβάσεων στον ανταγωνισμό. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα υποβολής προσφορών που να αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των τεχνικών λύσεων. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει να είναι δυνατόν να ορίζονται οι τεχνικές προδιαγραφές ως προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και επιδόσεις και, σε περίπτωση παραπομπής στο ευρωπαϊκό πρότυπο ή, ελλείψει αυτού, στο εθνικό πρότυπο, οι αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να εξετάζουν προσφορές βασιζόμενες σε άλλες ισοδύναμες λύσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τους και είναι ισοδύναμες ως προς την ασφάλεια. Για την κατάδειξη της ισοδυναμίας, οι προσφέροντες θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάθε αποδεικτικό μέσο. Οι αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να δύνανται να αιτιολογούν κάθε απόφαση για τη μη ύπαρξη ισοδυναμίας. Οι αναθέτοντες φορείς που επιθυμούν να ορίσουν περιβαλλοντικές απαιτήσεις για τις τεχνικές προδιαγραφές συγκεκριμένης σύμβασης, δύνανται να ορίζουν τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ή / και τις ειδικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ομάδων προϊόντων ή των υπηρεσιών. Μπορούν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι, να χρησιμοποιούν κατάλληλες προδιαγραφές που ορίζονται στα οικολογικά σήματα, όπως το ευρωπαϊκό οικολογικό σήμα, τα (πολύ)εθνικά οικολογικά σήματα ή οποιοδήποτε άλλο οικολογικό σήμα, εφόσον οι απαιτήσεις για το σήμα αναπτύσσονται και εγκρίνονται με βάση επιστημονικές πληροφορίες και μέσω μιας διαδικασίας στην οποία μπορούν να συμμετέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι κυβερνητικοί οργανισμοί, οι καταναλωτές, οι κατασκευαστές, οι διανομείς ή οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, και εφόσον τα σήματα είναι προσιτά και διαθέσιμα για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Όποτε αυτό είναι δυνατό, οι αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να ορίζουν τεχνικές προδιαγραφές προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια προσβασιμότητας για τα άτομα με ειδικές ανάγκες ή σχεδιασμό που να καλύπτει όλους τους χρήστες. Οι τεχνικές προδιαγραφές θα πρέπει να αναφέρονται σαφώς ούτως ώστε όλοι οι προσφέροντες να γνωρίζουν τι περιλαμβάνουν οι απαιτήσεις που ορίζει ο αναθέτων φορέας.

 

(43) Προκειμένου να ευνοηθεί η πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην αγορά των δημόσιων συμβάσεων, συνιστάται να προβλεφθούν διατάξεις σχετικά με την υπεργολαβία.

 

(44) Οι όροι εκτέλεσης μιας σύμβασης είναι συμβατοί προς την παρούσα οδηγία εφόσον δεν εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις και εφόσον ανακοινώνονται στην προκήρυξη που χρησιμοποιείται ως μέσο πρόσκλησης διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Μπορούν, ιδίως, να έχουν ως αντικείμενο την ενθάρρυνση της επιτόπιας επαγγελματικής κατάρτισης, την απασχόληση ατόμων με ιδιαίτερες δυσκολίες ένταξης, την καταπολέμηση της ανεργίας ή την προστασία του περιβάλλοντος. Μπορούν να αναφέρονται, παραδείγματος χάριν, οι υποχρεώσεις - εφαρμοστέες κατά την εκτέλεση της σύμβασης - για την πρόσληψη μακροχρόνια ανέργων ή για την εφαρμογή δράσεων κατάρτισης για τους ανέργους ή τους νέους, για την ουσιαστική τήρηση των διατάξεων των θεμελιωδών συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), σε περίπτωση που αυτές δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή στο εθνικό δίκαιο, και για την πρόσληψη ενός αριθμού ατόμων με αναπηρίες που να υπερβαίνει όσα απαιτούνται από το εθνικό δίκαιο.

 

(45) Οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι συλλογικές συμβάσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, που ισχύουν σε θέματα συνθηκών εργασίας και ασφάλειας στην εργασία, εφαρμόζονται κατά την εκτέλεση μιας σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί καθώς και η εφαρμογή τους συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο. Στις διασυνοριακές περιπτώσεις, όπου οι εργαζόμενοι από ένα κράτος μέλος παρέχουν υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος για την εκτέλεση μιας σύμβασης, η οδηγία [ΕΟΚ] 1996/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16-12-1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών (18), αναφέρει τους ελάχιστους όρους που πρέπει να τηρούνται στη χώρα υποδοχής έναντι αυτών των αποσπασμένων εργαζομένων. Εφόσον το εθνικό δίκαιο περιέχει σχετικές διατάξεις, η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών μπορεί να θεωρείται σοβαρό παράπτωμα ή παράβαση της επαγγελματικής δεοντολογίας εκ μέρους του αφορώμενου οικονομικού φορέα, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του από τη διαδικασία ανάθεσης μιας σύμβασης.

 

(46) Λαμβανομένων υπόψη των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών καθώς και των απλουστεύσεων που μπορούν να επιφέρουν στο επίπεδο της δημοσιότητας των συμβάσεων και της αποτελεσματικότητας και διαφάνειας των διαδικασιών σύναψης, η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων ενδείκνυται να εξισωθεί με τα κλασικά μέσα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών. Στο μέτρο του δυνατού, το μέσο και η τεχνολογία που επιλέγονται θα πρέπει να είναι συμβατά με τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη.

 

(47) Η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων εξοικονομεί χρόνο. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η μείωση των ελάχιστων προθεσμιών όταν χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά μέσα, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι προθεσμίες συμβιβάζονται με τον συγκεκριμένο τρόπο διαβίβασης που προβλέπεται σε κοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, πρέπει να εξασφαλισθεί ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των πιθανών αυτών μειώσεων δεν οδηγεί σε εξαιρετικά σύντομες προθεσμίες.

 

(48) Η οδηγία [ΕΟΚ] 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13-12-1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές(19) και η οδηγία [ΕΟΚ] 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 08-06-2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (20) θα πρέπει, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, να εφαρμόζονται στην ηλεκτρονική διαβίβαση πληροφοριών. Οι διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και οι κανόνες που εφαρμόζονται στους διαγωνισμούς μελετών απαιτούν ένα επίπεδο ασφάλειας και εμπιστευτικότητας ανώτερο από εκείνο που απαιτείται από αυτές τις οδηγίες. Κατά συνέπεια, οι μηχανισμοί ηλεκτρονικής παραλαβής των προσφορών, των αιτήσεων συμμετοχής και των προγραμμάτων και σχεδίων, θα πρέπει να ανταποκρίνονται σε συμπληρωματικές ειδικές απαιτήσεις. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί κατά το δυνατό η χρήση ηλεκτρονικών υπογραφών και ιδίως προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Εξάλλου, η ύπαρξη συστημάτων εθελοντικής πιστοποίησης θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ευνοϊκό πλαίσιο για τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών πιστοποίησης που παρέχονται από τους μηχανισμούς αυτούς.

 

(49) Είναι σκόπιμο οι συμμετέχοντες σε μια διαδικασία ανάθεσης συμβάσεως να ενημερώνονται σχετικά με τις αποφάσεις για τη σύναψη συμφωνίας - πλαίσιο ή για τη σύναψη σύμβασης ή για την εγκατάλειψη της διαδικασίας εντός προθεσμιών οι οποίες να είναι αρκούντως σύντομες ούτως ώστε να μην καθίσταται αδύνατη η υποβολή αιτήσεων για αναθεώρηση κατά συνέπεια, η ενημέρωση αυτή θα πρέπει να παρέχεται το ταχύτερο δυνατό και, κατά γενικό κανόνα, εντός 15 ημερών μετά τη λήψη της απόφασης.

 

(50) Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι οι αναθέτοντες φορείς οι οποίοι θεσπίζουν κριτήρια επιλογής στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας, θα πρέπει να ακολουθούν αντικειμενικούς κανόνες και κριτήρια, ακριβώς όπως θα πρέπει να είναι αντικειμενικά τα κριτήρια επιλογής στις κλειστές διαδικασίες και στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση. Οι εν λόγω αντικειμενικοί κανόνες και κριτήρια, όπως και τα κριτήρια επιλογής, δεν θα πρέπει να συνεπάγονται απαραιτήτως στάθμιση.

 

(51) Έχει σημασία να λαμβάνεται υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που ένας οικονομικός φορέας επικαλείται τις οικονομικές, χρηματοοικονομικές ή τεχνικές ικανότητες άλλων φορέων, ανεξάρτητα από τη νομική φύση της σχέσης που τον συνδέει με τους φορείς αυτούς, προς πλήρωση των κριτηρίων επιλογής ή, στην περίπτωση συστημάτων προεπιλογής, προς υποστήριξη της αιτήσεως προεπιλογής. Στην τελευταία περίπτωση, ο οικονομικός φορέας θα πρέπει να αποδεικνύει ότι οι σχετικοί πόροι θα είναι πράγματι στη διάθεσή του για ολόκληρο το διάστημα ισχύος της προεπιλογής. Προς το σκοπό της προεπιλογής, ένας αναθέτων φορέας μπορεί συνεπώς να προσδιορίζει το επίπεδο των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται, ιδίως, παραδείγματος χάριν όταν ο οικονομικός φορέας επικαλείται τη χρηματοοικονομική κατάσταση άλλου φορέα, μπορεί να απαιτεί να ευθύνεται ο φορέας αυτός, εν ανάγκη αλληλέγγυα και εις ολόκληρον.

 

Τα συστήματα προεπιλογής θα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με αντικειμενικούς κανόνες και κριτήρια, τα οποία, κατ' επιλογή των φορέων που αναθέτουν, μπορούν να αφορούν τις ικανότητες των οικονομικών φορέων και / ή τα χαρακτηριστικά των έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών που καλύπτονται από το σύστημα. Προς το σκοπό της προεπιλογής, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να πραγματοποιούν οι ίδιοι δοκιμές προκειμένου να αξιολογούν τα χαρακτηριστικά των σχετικών έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, ιδίως όσον αφορά τη λογιστική και την ασφάλεια.

 

(52) Οι κοινοτικοί κανόνες οι σχετικοί με την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, των πιστοποιητικών ή των άλλων αποδεικτικών τυπικών προσόντων, θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν πρέπει να αποδεικνύεται η κατοχή συγκεκριμένων προσόντων για να επιτραπεί η συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης ή σε διαγωνισμό μελετών.

 

(53) Σε κατάλληλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες η εφαρμογή μέτρων ή συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης, κατά την εκτέλεση της σύμβασης, αιτιολογείται από τη φύση των έργων ή/και των υπηρεσιών, είναι δυνατόν να απαιτείται η εφαρμογή τέτοιων μέτρων ή συστημάτων. Τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης, ανεξαρτήτως της καταγραφής τους σύμφωνα με κοινοτικές πράξεις,όπως ο κανονισμός (ΕΚ) υπ' αριθμό 761/2001 (ΕΜΑS) (21), μπορούν να καταδεικνύουν την τεχνική ικανότητα του οικονομικού φορέα να εκτελέσει τη σύμβαση. Εξάλλου, η περιγραφή, εκ μέρους του οικονομικού φορέα, των μέτρων που εφαρμόζει ώστε να διασφαλίσει ισοδύναμο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, θα πρέπει να γίνεται δεκτή ως εναλλακτικό αποδεικτικό μέσο των καταγεγραμμένων συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης.

 

(54) Η ανάθεση συμβάσεων σε οικονομικούς φορείς που έχουν συμμετάσχει σε εγκληματική οργάνωση ή έχουν καταδικασθεί για δωροδοκία ή απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες, θα πρέπει να αποφεύγεται. Δεδομένου ότι οι αναθέτοντες φορείς που δεν είναι αναθέτουσες αρχές, είναι δυνατόν, εν προκειμένω, να μην έχουν πρόσβαση σε αδιάσειστα στοιχεία, είναι σκόπιμο να δοθεί σε αυτούς τους αναθέτοντες φορείς η δυνατότητα να αποφασίζουν την εφαρμογή των κριτηρίων αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Η υποχρέωση εφαρμογής των διατάξεων αυτών θα πρέπει, συνεπώς, να περιορισθεί μόνον στους αναθέτοντες φορείς που είναι αναθέτουσες αρχές. Οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει, κατά περίπτωση, να ζητούν από τους αιτούντες προεπιλογή, τους υποψηφίους ή τους προσφέροντες να παρέχουν τα σχετικά έγγραφα και, εφόσον αμφιβάλλουν σχετικά με την προσωπική κατάσταση των εν λόγω οικονομικών φορέων, δύνανται να ζητούν τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Ο αποκλεισμός αυτών των οικονομικών φορέων θα πρέπει να πραγματοποιείται μόλις περιέρχεται στη γνώση της αναθέτουσας αρχής απόφαση σχετικά με τα προαναφερόμενα αδικήματα η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και έχει ισχύ δεδικασμένου.

 

Εάν το εθνικό δίκαιο περιέχει σχετικές διατάξεις, η μη τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ή της νομοθεσίας περί συμβάσεων όσον αφορά τις αθέμιτες συμπράξεις, η οποία έχει διαπιστωθεί με τελεσίδικη απόφαση ή με απόφαση έχουσα ισοδύναμα αποτελέσματα, μπορεί να θεωρείται ως παράβαση της επαγγελματικής δεοντολογίας ή σοβαρό παράπτωμα εκ μέρους του οικονομικού φορέα.

 

Η μη τήρηση των εθνικών διατάξεων εφαρμογής των οδηγιών του Συμβουλίου 2000/78/ΕΚ (22) και 1976/207/ΕΟΚ (23) σχετικά με την ίση μεταχείριση των εργαζομένων, η οποία έχει διαπιστωθεί με τελεσίδικη απόφαση ή με απόφαση έχουσα ισοδύναμο αποτέλεσμα, μπορεί να θεωρείται παράβαση επαγγελματικής δεοντολογίας εκ μέρους του οικονομικού φορέα ή σοβαρό παράπτωμα.

 

(55) Η σύμβαση πρέπει να ανατίθεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που εξασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της διαφάνειας, της αρχής της αποφυγής διακρίσεων και της αρχής της ίσης μεταχείρισης και εγγυώνται την αξιολόγηση των προσφορών κάτω από όρους πραγματικού ανταγωνισμού. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή η εφαρμογή δύο κριτηρίων ανάθεσης, ήτοι της χαμηλότερης τιμής και της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς.

 

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά την ανάθεση συμβάσεως, θα πρέπει να θεσπισθεί η υποχρέωση - που καθιερώνεται από τη νομολογία - προς εξασφάλιση της απαραίτητης διαφάνειας ώστε να μπορούν όλοι οι προσφέροντες να ενημερώνονται σωστά σχετικά με τα κριτήρια και τις διευθετήσεις που εφαρμόζονται για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς. Εναπόκειται, συνεπώς, στους αναθέτοντες φορείς να δηλώνουν τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης και τη σχετική στάθμιση που δίνεται σε καθένα από αυτά τα κριτήρια εγκαίρως, ώστε οι προσφέροντες να τα γνωρίζουν κατά την κατάρτιση των προσφορών τους. Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση αναφοράς της σχετικής στάθμισης των κριτηρίων για την ανάθεση της σύμβασης, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όταν δεν είναι δυνατή η εκ των προτέρων στάθμιση, ιδίως λόγω της πολυπλοκότητας της σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να αναφέρουν τη φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας των κριτηρίων.

 

Όταν οι αναθέτοντες φορείς επιλέγουν να αναθέσουν τη σύμβαση στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, θα πρέπει να αξιολογούν τις προσφορές προκειμένου να προσδιορίζουν εκείνη που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθορίζουν τα οικονομικά και ποιοτικά κριτήρια τα οποία, στο σύνολό τους, αναμένεται να επιτρέψουν τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς για την αναθέτουσα αρχή. Ο καθορισμός αυτών των κριτηρίων είναι συνάρτηση του αντικειμένου της σύμβασης, στο μέτρο που τα κριτήρια αυτά πρέπει να επιτρέπουν την αξιολόγηση του επιπέδου επίδοσης που παρουσιάζει κάθε προσφορά σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης, όπως αυτό ορίζεται στις τεχνικές προδιαγραφές, καθώς και τη μέτρηση της σχέσης ποιότητας / τιμής κάθε προσφοράς. Για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης πρέπει να επιτρέπουν τη σύγκριση των προσφορών και την αντικειμενική αξιολόγησή τους. Εάν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τα οικονομικά και ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης, όπως εκείνα που αφορούν την ικανοποίηση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων, μπορούν να επιτρέπουν στον αναθέτοντα φορέα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σχετικής δημόσιας αρχής, όπως ορίζεται στη συγγραφή υποχρεώσεων της σύμβασης. Με βάση τις ίδιες προϋποθέσεις, ένας αναθέτων φορέας μπορεί να χρησιμοποιεί ορισμένα κριτήρια για την ικανοποίηση κοινωνικών απαιτήσεων, ιδίως όσων ανταποκρίνονται στις ανάγκες, σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων, κατηγοριών πληθυσμού οι οποίες μειονεκτούν ιδιαίτερα και στις οποίες ανήκουν οι δικαιούχοι / χρήστες των έργων, προμηθειών και υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης.

 

(56) Τα κριτήρια ανάθεσης δεν πρέπει να επηρεάζουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων που διέπουν την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, όπως οι υπηρεσίες που παρέχουν αρχιτέκτονες, μηχανικοί ή δικηγόροι.

 

(57) Ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) με αριθμό 1182/71 του Συμβουλίου, της 03-06-1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (24), θα πρέπει να εφαρμόζεται στον υπολογισμό των προθεσμιών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

 

(58) Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υφιστάμενες διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας και των κρατών μελών της και εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων της συνθήκης, ιδίως των άρθρων 81 και 86.

 

(59) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής της οδηγίας 1993/38/ΕΚ που αναφέρονται στο παράρτημα ΧΧV.

 

(60) Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28-06-1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (25),

 

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

 

Τίτλος Ι: Γενικές διατάξεις που ισχύουν για τις συμβάσεις και για τους διαγωνισμούς μελετών

 

Κεφάλαιο Ι: Βασικοί όροι

 

Άρθρο 1: Ορισμοί

 

Κεφάλαιο ΙΙ: Ορισμός των δραστηριοτήτων και φορέων που καλύπτονται

 

Τμήμα 1: Φορείς

 

Άρθρο 2: Αναθέτοντες φορείς

 

Τμήμα 2: Δραστηριότητες που καλύπτονται

 

Άρθρο 3: Αέριο, θερμότητα και ηλεκτρισμός

Άρθρο 4: Ύδωρ

Άρθρο 5: Υπηρεσίες μεταφορών

Άρθρο 6: Ταχυδρομικές υπηρεσίες

Άρθρο 7: Διατάξεις για την αναζήτηση, εξόρυξη και συλλογή πετρελαίου, αερίου, άνθρακα και άλλων στερεών καυσίμων καθώς και διατάξεις για τους λιμένες και τους αερολιμένες

Άρθρο 8: Κατάλογοι φορέων που αναθέτουν

Άρθρο 9: Συμβάσεις που αφορούν διάφορες δραστηριότητες

 

Κεφάλαιο ΙΙΙ: Γενικές αρχές

 

Άρθρο 10: Αρχές για την ανάθεση των συμβάσεων

 

Τίτλος ΙI: Κανόνες που εφαρμόζονται στις συμβάσεις

 

Κεφάλαιο Ι: Γενικές διατάξεις

 

Άρθρο 11: Οικονομικοί φορείς

Άρθρο 12: Όροι που αφορούν τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

Άρθρο 13: Εχεμύθεια

Άρθρο 14: Συμφωνίες - πλαίσιο

Άρθρο 15: Δυναμικά συστήματα αγορών

 

Κεφάλαιο ΙΙ: Διατάξεις περί κατωτάτων ορίων και εξαιρέσεων

 

Τμήμα 1: Κατώτατα όρια

 

Άρθρο 16: Κατώτατα όρια των συμβάσεων

Άρθρο 17: Μέθοδοι υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων, των συμφωνιών - πλαίσιο και των δυναμικών συστημάτων αγορών

 

Τμήμα 2: Συμβάσεις και συμβάσεις παραχώρησης καθώς και συμβάσεις οι οποίες υπάγονται σε ειδικό καθεστώς

 

Υποδιαίρεση 1

 

Άρθρο 18: Συμβάσεις παραχώρησης έργων και υπηρεσιών

 

Υποδιαίρεση 2: Εξαιρέσεις που ισχύουν για όλους τους αναθέτοντες φορείς και όλα τα είδη συμβάσεων

 

Άρθρο 19: Συμβάσεις που συνάπτονται με σκοπό τη μεταπώληση ή τη μίσθωση σε τρίτους

Άρθρο 20: Συμβάσεις που συνάπτονται με άλλους σκοπούς από την άσκηση μιας από τις οριζόμενες δραστηριότητες ή για την άσκηση μιας τέτοιας δραστηριότητας σε τρίτη χώρα

Άρθρο 21: Απόρρητες συμβάσεις ή συμβάσεις που απαιτούν ειδικά μέτρα ασφαλείας

Άρθρο 22: Συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει διεθνών κανόνων

Άρθρο 23: Συμβάσεις που ανατίθενται σε συνδεδεμένη επιχείρηση, σε κοινοπραξία ή σε αναθέτοντα φορέα που συμμετέχει σε κοινοπραξία

 

Υποδιαίρεση 3: Εξαιρέσεις που ισχύουν για όλους τους αναθέτοντες φορείς, αλλά μόνο για τις συμβάσεις υπηρεσιών

 

Άρθρο 24: Συμβάσεις που αφορούν ορισμένες υπηρεσίες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας

Άρθρο 25: Συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται βάσει αποκλειστικού δικαιώματος

 

Υποδιαίρεση 4: Εξαιρέσεις που ισχύουν για ορισμένους μόνον αναθέτοντες φορείς

 

Άρθρο 26: Συμβάσεις που συνάπτονται από ορισμένους αναθέτοντες φορείς για την αγορά ύδατος και για την προμήθεια ενέργειας ή καυσίμων που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας

 

Υποδιαίρεση 5: Συμβάσεις οι οποίες υπάγονται σε ειδικό καθεστώς, και διατάξεις σχετικά με τις κεντρικές αρχές προμηθειών καθώς και με τον γενικό μηχανισμό

 

Άρθρο 27: Συμβάσεις οι οποίες υπάγονται σε ειδικό καθεστώς

Άρθρο 28: Συμβάσεις ανατιθέμενες κατ' αποκλειστικότητα

Άρθρο 29: Συμβάσεις και συμφωνίες - πλαίσιο που συνάπτονται από κεντρικές αρχές προμηθειών

Άρθρο 30: Διαδικασία για τον προσδιορισμό του κατά πόσον δεδομένη δραστηριότητα είναι απευθείας εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό

 

Κεφάλαιο ΙΙΙ: Κανόνες που ισχύουν για τις συμβάσεις υπηρεσιών

 

Άρθρο 31: Συμβάσεις υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα XVIΙA

Άρθρο 32: Συμβάσεις υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα XVIΙΒ

Άρθρο 33: Μεικτές συμβάσεις υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα XVIΙA και υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα XVIΙΒ

 

Κεφάλαιο IV: Ειδικοί κανόνες που διέπουν τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα έγγραφα της σύμβασης

 

Άρθρο 34: Τεχνικές προδιαγραφές

Άρθρο 35: Ανακοίνωση των τεχνικών προδιαγραφών

Άρθρο 36: Εναλλακτικές προσφορές

Άρθρο 37: Υπεργολαβία

Άρθρο 38: Όροι εκτέλεσης της σύμβασης

Άρθρο 39: Υποχρεώσεις σχετικά με τη φορολογία και την προστασία του περιβάλλοντος που απορρέουν από τις διατάξεις περί προστασίας και συνθηκών εργασίας

 

Κεφάλαιο V: Διαδικασίες

 

Άρθρο 40: Χρησιμοποίηση ανοικτών διαδικασιών, κλειστών διαδικασιών και διαδικασιών με διαπραγμάτευση

 

Κεφάλαιο VI: Κανόνες δημοσιότητας και διαφάνειας

 

Τμήμα 1: Δημοσίευση των προκηρύξεων και των γνωστοποιήσεων

 

Άρθρο 41: Περιοδικές ενδεικτικές προκηρύξεις και προκηρύξεις για την ύπαρξη συστήματος προεπιλογής

Άρθρο 42: Προκηρύξεις που χρησιμοποιούνται ως μέσο έναρξης διαγωνισμού

Άρθρο 43: Γνωστοποιήσεις για συμβάσεις που έχουν συναφθεί

Άρθρο 44: Σύνταξη και λεπτομέρειες δημοσίευσης των προκηρύξεων και γνωστοποιήσεων

 

Τμήμα 2: Προθεσμίες

 

Άρθρο 45: Προθεσμίες παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής και παραλαβής των προσφορών

Άρθρο 46: Ανοικτές διαδικασίες: Συγγραφή υποχρεώσεων, έγγραφα και συμπληρωματικές πληροφορίες

Άρθρο 47: Προσκλήσεις υποβολής προσφορών ή διαπραγμάτευσης

 

Τμήμα 3: Επικοινωνίες και ενημέρωση

 

Άρθρο 48: Κανόνες που εφαρμόζονται στις επικοινωνίες

Άρθρο 49: Ενημέρωση των αιτούντων προεπιλογή, των υποψηφίων και των προσφερόντων

Άρθρο 50: Πληροφορίες που πρέπει να διατηρούνται για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί

 

Κεφάλαιο VII: Διεξαγωγή της διαδικασίας

 

Άρθρο 51: Γενικές διατάξεις

 

Τμήμα 1: Προεπιλογή και ποιοτική επιλογή

 

Άρθρο 52: Αμοιβαία αναγνώριση όσον αφορά τους διοικητικούς, τεχνικούς ή χρηματοοικονομικούς όρους καθώς και τα πιστοποιητικά, τις δοκιμές και τα αποδεικτικά στοιχεία

Άρθρο 53: Συστήματα προεπιλογής

Άρθρο 54: Κριτήρια ποιοτικής επιλογής

 

Τμήμα 2: Ανάθεση των συμβάσεων

 

Άρθρο 55: Κριτήρια ανάθεσης των συμβάσεων

Άρθρο 56: Χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών

Άρθρο 57: Ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές

 

Τμήμα 3: Προσφορές που περιέχουν προϊόντα, καταγωγής τρίτων χωρών και σχέσεις με τις χώρες αυτές

 

Άρθρο 58: Προσφορές που περιέχουν προϊόντα, καταγωγής τρίτων χωρών

Άρθρο 59: Σχέσεις με τρίτες χώρες στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών

 

Τίτλος ΙΙΙ: Κανόνες που ισχύουν για τους διαγωνισμούς μελετών στον τομέα των υπηρεσιών

 

Άρθρο 60: Γενική διάταξη

Άρθρο 61: Κατώτατα όρια

Άρθρο 62: Διαγωνισμοί μελετών που εξαιρούνται

Άρθρο 63: Κανόνες δημοσιότητας και διαφάνειας

Άρθρο 64: Μέσα επικοινωνίας

Άρθρο 65: Διοργάνωση διαγωνισμών μελετών, επιλογή των συμμετεχόντων και κριτική επιτροπή

Άρθρο 66: Αποφάσεις της κριτικής επιτροπής

 

Τίτλος IV: Στατιστικές υποχρεώσεις, εκτελεστικές αρμοδιότητες και τελικές διατάξεις

 

Άρθρο 67: Στατιστικές υποχρεώσεις

Άρθρο 68: Διαδικασία επιτροπής

Άρθρο 69: Αναθεώρηση των κατώτατων ορίων

Άρθρο 70: Τροποποιήσεις

Άρθρο 71: Εφαρμογή της οδηγίας

Άρθρο 72: Μηχανισμοί παρακολούθησης

Άρθρο 73: Κατάργηση

Άρθρο 74: Έναρξη ισχύος

Άρθρο 75: Αποδέκτες

 

Παραρτήματα

 

Παράρτημα I: Αναθέτοντες φορείς στους τομείς της μεταφοράς και της διανομής αερίου ή θερμότητας

Παράρτημα II: Αναθέτοντες φορείς στους τομείς της παραγωγής, της μεταφοράς ή της διανομής ηλεκτρισμού

Παράρτημα III: Αναθέτοντες φορείς στους τομείς της παραγωγής, της μεταφοράς ή της διανομής πόσιμου ύδατος

Παράρτημα IV: Αναθέτοντες φορείς στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών

Παράρτημα V: Αναθέτοντες φορείς στον τομέα των μεταφορών με αστικό σιδηρόδρομο, τραμ, τρόλεϊ ή λεωφορείο

Παράρτημα VΙ: Αναθέτοντες φορείς στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών

Παράρτημα VII: Αναθέτοντες φορείς στους τομείς της αναζήτησης και άντλησης πετρελαίου και αερίου

Παράρτημα VIII: Αναθέτοντες φορείς στους τομείς της αναζήτησης και εξόρυξης γαιανθράκων και άλλων στερεών καυσίμων

Παράρτημα IX: Αναθέτοντες φορείς στον τομέα των εγκαταστάσεων θαλάσσιου λιμένα, λιμένα εσωτερικού πλωτού δικτύου ή άλλου τερματικού σταθμού

Παράρτημα X: Αναθέτοντες φορείς στον τομέα των εγκαταστάσεων αερολιμένα

Παράρτημα ΧΙ: Κατάλογος της κοινοτικής νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 3

Παράρτημα XIΙ: Κατάλογος των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β

Παράρτημα XΙII: Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις προκηρύξεις δημοσίων συμβάσεων

Παράρτημα ΧΙV: Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στην προκήρυξη για την ύπαρξη συστήματος προεπιλογής

Παράρτημα XV

Παράρτημα XVΙ: Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη γνωστοποίηση σύναψης συμβάσεων

Παράρτημα XVII

Παράρτημα ΧVIΙI: Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις προκηρύξεις διαγωνισμών μελετών

Παράρτημα ΧΙΧ: Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνει η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των διαγωνισμών μελετών

Παράρτημα ΧΧ: Χαρακτηριστικά σχετικά με τη δημοσίευση

Παράρτημα ΧΧΙ: Ορισμός ορισμένων τεχνικών προδιαγραφών

Παράρτημα ΧΧΙΙ: Συνοπτικός πίνακας των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 45

Παράρτημα XXIII: Διατάξεις διεθνούς εργατικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 59 παράγραφος 4

Παράρτημα ΧΧΙV: Απαιτήσεις σχετικά με τα συστήματα ηλεκτρονικής παραλαβής των προσφορών, των αιτήσεων συμμετοχής, των αιτήσεων προεπιλογής καθώς και των σχεδίων και μελετών στους διαγωνισμούς

Παράρτημα XΧV: Προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής

Παράρτημα XΧVI: Πίνακας αντιστοιχίας

 

Έγινε στο Στρασβούργο, στις 31-03-2004.

 

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

 

Ο Πρόεδρος

 

P. Cox

 

Για το Συμβούλιο

 

Ο Πρόεδρος

 

D. Roche

 

(1) ΕΕC 29Ε/2001, σελίδα 112 και ΕΕC 203/2002, σελίδα 183.

(2) ΕΕC 193/2001, σελίδα 1.

(3) ΕΕC 144/2001, σελίδα 23.

(4) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17-01-2002 (ΕΕC 271E/2002, σελίδα 293), κοινή θέση του Συμβουλίου της 20-03-2003 (ΕΕC 147E/2003, σελίδα 137) (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 02-07-2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Ιανουαρίου και απόφαση του Συμβουλίου της 02-02-2004

(5) ΕΕL 199/1993, σελίδα 84, οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία [ΕΟΚ] 2001/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕL 285/2001, σελίδα 1).

(6) ΕΕL 374/1987, σελίδα 1, κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) υπ' αριθμό 1/2003 (ΕΕL 1/2003, σελίδα 1).

(7) ΕΕL 374/1987, σελίδα 9, κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) υπ' αριθμό 1/2003 (ΕΕL 1/2003, σελίδα 1).

(8) ΕΕL 156/1999, σελίδα 3.

(9) ΕΕL 297/1990, σελίδα 1, οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία [ΕΟΚ] 1994/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕL 164/1994, σελίδα 3).

(10) ΕΕL 336/1994, σελίδα 1.

(11) Βλέπε σελίδα 114 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(12) ΕΕL 15/1998, σελίδα 14, οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 (ΕΕL 284/2003, σελίδα 1).

(13) ΕΕL 164/1994, σελίδα 3.

(14) ΕΕL 316/1993, σελίδα 41.

(15) ΕΕL 156/1997, σελίδα 55.

(16) ΕΕL 68/2002, σελίδα 31.

(17) ΕΕL 16/2004, σελίδα 57.

(18) ΕΕL 18/1997, σελίδα 1.

(19) ΕΕL 13/2000, σελίδα 12.

(20) ΕΕL 178/2002, σελίδα 1.

(21) Κανονισμός (ΕΚ) με αριθμό 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19-03-2001, για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών, σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS) (ΕΕL 114/2002, σελίδα 1).

(22) Οδηγία [ΕΟΚ] 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27-11-2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕL 303/2000, σελίδα 16).

(23) Οδηγία [ΕΟΚ] 1976/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 09-02-1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕL 39/1976, σελίδα 40). Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε από την οδηγία [ΕΟΚ] 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23-09-2002 (ΕΕL 269/2002, σελίδα 15).

(24) ΕΕL 124/1971, σελίδα 1.

(25) ΕΕL 184/1999, σελίδα 23.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.