Νόμος 3074/02 - Άρθρο 5

Άρθρο 5: Ελεγκτική Διαδικασία


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Ο Ειδικός Γραμματέας δίνει εντολή για επιθεώρηση έλεγχο ή έρευνα στους Επιθεωρητές Ελεγκτές αυτεπάγγελτα ή κατόπιν εντολής του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, του οικείου Υπουργού ή Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας για τις υπηρεσίες τους ή τα εποπτευόμενα από αυτούς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Διενέργεια ελέγχου ή έρευνας μπορεί να ζητήσει ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο Συνήγορος του Πολίτη και ο επικεφαλής Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής.

 

2. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρμόδιου, κατά περίπτωση, Υπουργού, μπορούν να συγκροτούνται κοινές ομάδες Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, Οικονομικών Επιθεωρήσεων και Επιθεωρητών του οικείου Υπουργείου για την πραγματοποίηση επιθεώρησης, ελέγχου ή έρευνας.

 

3. α. Ο Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης κατανέμει τις εντολές σε Επιθεωρητές Ελεγκτές ή σε κλιμάκιο Επιθεωρητών Ελεγκτών και παρακολουθεί την έγκαιρη εκτέλεσή τους. Με την ίδια εντολή καθορίζει το χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να περατωθεί ο έλεγχος και να υποβληθεί η σχετική έκθεση.

 

β. Στο κλιμάκιο Επιθεωρητών Ελεγκτών μπορούν να συμμετέχουν και επιθεωρητές ή υπάλληλοι των υπηρεσιακών μονάδων επιθεώρησης ή άλλων υπηρεσιών των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 2, οι οποίοι ορίζονται, μετά από σχετικό αίτημα του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας τους και διατίθενται στο Σώμα Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης για το χρονικό διάστημα της διενέργειας του ελέγχου.

 

γ. Οι Βοηθοί Επιθεωρητές Ελεγκτές υποβοηθούν το έργο των Επιθεωρητών Ελεγκτών και μετέχουν, από κοινού, σε επιθεώρηση, έλεγχο ή έρευνα. Παρακολουθούν την πορεία υλοποίησης των προτάσεων που περιέχονται στις εκθέσεις επιθεώρησης και ελέγχου, καθώς και τη διενέργεια ενόρκων διοικητικών εξετάσεων ή ερευνών, που διεξάγονται κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας και αλληλογραφούν για το σκοπό αυτόν με τις αρμόδιες υπηρεσίες. Εκτελούν καθήκοντα ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, διενεργούν ένορκες διοικητικές εξετάσεις, συντάσσουν εκθέσεις επιθεωρήσεων και ελέγχων σε ομοειδής φορείς και ασκούν όποια άλλα καθήκοντα ανατίθενται σε αυτούς από τον Ειδικό Γραμματέα.

 

4. α. Οι Επιθεωρητές - Ελεγκτές και οι Βοηθοί Επιθεωρητές - Ελεγκτές μπορούν για την εκπλήρωση του έργου τους να επισκέπτονται χωρίς ή με προειδοποίηση τις υπηρεσίες ή φορείς όπου γίνεται ο έλεγχος, να μελετούν επί τόπου την εξεταζόμενη υπόθεση, να ενεργούν αυτοψίες και να εξετάζουν πρόσωπα. Επίσης έχουν δικαίωμα πρόσβασης στους φακέλους συμπεριλαμβανομένων και των απορρήτων, εκτός εάν πρόκειται για ζητήματα που ανάγονται στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, την εθνική άμυνα και την κρατική ασφάλεια. Οι Επιθεωρητές και οι Βοηθοί υποχρεούνται να διαφυλάσσουν το απόρρητο κατά τις κείμενες διατάξεις.

 

Οι υπηρεσίες οφείλουν να παρέχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για το έργο των Επιθεωρητών Ελεγκτών και των Βοηθών Επιθεωρητών Ελεγκτών, που τίθενται υποχρεωτικά στη διάθεσή τους και να τους διευκολύνουν με κάθε τρόπο.

 

Κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης και του ελέγχου μπορούν επίσης να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από τους αρμόδιους υπαλλήλους της υπηρεσίας που ασχολούνται με την εξεταζόμενη υπόθεση.

 

Η μη χορήγηση των παραπάνω πληροφοριών ή στοιχείων, ως και η απόκρυψη στοιχείων ή πληροφοριών, καθώς επίσης η χορήγηση εν γνώσει ανακριβών στοιχείων και γενικά η παρακώλυση και παραπλάνηση του έργου των Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και των Βοηθών Επιθεωρητών Ελεγκτών, συνιστά αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο μπορεί να επιβληθεί μια από τις ποινές που προβλέπονται στις περιπτώσεις γ' έως και στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 109 του Υπαλληλικού Κώδικα.

 

β.ί. Αν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί μη σύννομη συμπεριφορά υπαλλήλου ή αιρετού οργάνου της τοπικής αυτοδιοίκησης ή μέλους διοίκησης νομικού προσώπου, η έκθεση επιθεώρησης ελέγχου διαβιβάζεται από τον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, με πρόταση για την άσκηση ελέγχου κατά του υπαιτίου ή τη λήψη άλλων μέτρων, αν ο υπαίτιος δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση, ο Ειδικός Γραμματέας μπορεί να προκαλέσει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, το πόρισμα της οποίας, πλήρως τεκμηριωμένο, του γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, εάν προκύψουν πειθαρχικές ευθύνες, η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αποτελεί δέσμια διοικητική ενέργεια για τα αρμόδια όργανα, η οποία εκ δηλώνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών από την περιέλευση του πορίσματος.

 

ii. Η ανωτέρω ένορκη διοικητική εξέταση ενεργείται, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 127 του νόμου 2683/1999 (ΦΕΚ 19/Α/1999) από Επιθεωρητές Ελεγκτές ή και Βοηθούς Επιθεωρητές Ελεγκτές του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, που ορίζονται από τον Προϊστάμενο του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, και έναν μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α' της ελεγχόμενης υπηρεσίας του Υπουργείου ή της Περιφέρειας που την εποπτεύει ή και άλλου Υπουργείου ή Περιφέρειας, που προτείνεται αντίστοιχα από την υπηρεσία προέλευσής του, μέσα σε προθεσμία, η οποία ορίζεται στην οικεία πρόσκληση του Προϊσταμένου του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης. Η εντολή για τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης εκδίδεται από τον προϊστάμενο του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης. Αν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, ο Προϊστάμενος του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης αναθέτει τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης μόνο σε Επιθεωρητές Ελεγκτές ή και Βοηθούς Επιθεωρητές Ελεγκτές του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης.

 

Η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τον οικείο φορέα. Εάν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη εφαρμόζονται αναλόγως οι αντίστοιχες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.

 

Η άρνηση κατάθεσης σε διενεργούμενη, κατά τα ανωτέρω, ένορκη διοικητική εξέταση αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο επισύρει την ποινή του προστίμου έως τις αποδοχές έξι μηνών.

 

iii. Αν από την ένορκη διοικητική εξέταση που διενεργήθηκε, κατά τα ανωτέρω, διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από εκείνα που τιμωρούνται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 109 του Υπαλληλικού Κώδικα, με την ποινή της οριστικής παύσης, ο Προϊστάμενος του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης ασκεί ο ίδιος την πειθαρχική δίωξη και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο. Αν διαπιστώνεται διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος αιρετού Οργάνου της τοπικής αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού, ο φάκελος διαβιβάζεται στον Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, ο οποίος υποχρεούται να ασκήσει την πειθαρχική δίωξη εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών από την περιέλευση της έκθεσης.

 

γ. Ένορκη διοικητική εξέταση μπορεί επίσης να διενεργηθεί και κατά τη διάρκεια του ελέγχου, μετά από εισήγηση των Επιθεωρητών και εντολή του προϊσταμένου του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης. Στην περίπτωση αυτή η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται μόνο από Επιθεωρητές ή Βοηθούς Επιθεωρητές του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του νόμου 3613/2007 (ΦΕΚ 263/Α/2007) και με την παράγραφο 4 του άρθρου 47 του νόμου 3979/2011 (ΦΕΚ 138/Α/2011).

 

5. α. Μετά το πέρας της επιθεώρησης του ελέγχου ή της έρευνας, οι Επιθεωρητές Ελεγκτές και οι Βοηθοί Επιθεωρητές Ελεγκτές υποβάλλουν στον Ειδικό Γραμματέα εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη έκθεση, στην οποία εκθέτουν τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του ελέγχου και προτείνουν λύσεις ή διατυπώνουν βελτιωτικές προτάσεις.

 

Η έκθεση επιθεώρησης - ελέγχου υπόκειται σε έγκριση από τριμελή επιτροπή, η οποία αποτελείται από τον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, ως πρόεδρο, τον Προϊστάμενο Επιθεωρητή που τον αναπληρώνει και τον Προϊστάμενο Επιθεωρητή που έχει συντονίσει το συγκεκριμένο έλεγχο, ως μέλη. Σε περίπτωση κωλύματος μέλους, αυτό αναπληρώνεται από άλλον Προϊστάμενο Επιθεωρητή κατά σειρά αρχαιότητας στη θέση αυτή. Με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία και τη γραμματειακή υποστήριξη της επιτροπής αυτής.

 

Σε περίπτωση μη έγκρισης της έκθεσης επιθεώρησης -ελέγχου από την ως άνω επιτροπή λόγω πλημμελούς τεκμηρίωσης, αυτή αναπέμπεται από τον πρόεδρο της επιτροπής στους αρμόδιους επιθεωρητές - ελεγκτές και βοηθούς επιθεωρητές - ελεγκτές για την πληρέστερη τεκμηρίωση της εντός συγκεκριμένης κατά περίπτωση προθεσμίας. Μετά την έγκριση της η έκθεση επιθεώρησης - ελέγχου γνωστοποιείται από τον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος στους καθ' ύλην αρμόδιους Υπουργούς, στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και τις Υπηρεσίες που έγινε η επιθεώρηση, ο έλεγχος ή η έρευνα.

 

β. i. Αν κατά την κρίση του Επιθεωρητή Ελεγκτή ή Βοηθού Επιθεωρητή Ελεγκτή διαπιστώνονται παραβάσεις, που συνιστούν ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα, αυτές καταχωρούνται σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης με πρόταση για την άσκηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης.

 

ii. Προκειμένου για διαπίστωση πειθαρχικών παραβάσεων ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 4 περίπτωση β' του παρόντος άρθρου.

 

γ. i. Εάν, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ειδικού κεφαλαίου της ανωτέρω έκθεσης ανακύπτουν ποινικές ευθύνες, αντίγραφο αυτής με τα σχετικά στοιχεία κοινοποιείται, από τον Ειδικό Γραμματέα, στον ασκούντα την εποπτεία στο Σώμα Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης Εισαγγελέα Εφετών, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 7 του παρόντος νόμου.

 

ii. Ο εποπτεύων Εισαγγελέας Εφετών διαβιβάζει το φάκελο στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Σε εξαιρετικές ή επείγουσες περιπτώσεις μπορεί να παραγγέλλει στους Επιθεωρητές Ελεγκτές και στους Βοηθούς Επιθεωρητές Ελεγκτές του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή ενεργούν και ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.

 

Η σχετική παραγγελία, με περίληψη του θέματος κοινοποιείται και στον αρμόδιο, κατά τόπο, Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Στο πλαίσιο αυτό ο εποπτεύων Εισαγγελέας Εφετών μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή ή τη συμπλήρωση της προκαταρκτικής ή προανακριτικής έρευνας, από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας ή τις κατά τόπους ανακριτικές ή προανακριτικές ή Αστυνομικές Αρχές. Επίσης, μπορεί να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 6 του νόμου [Ν] 2713/1999 (ΦΕΚ 89/Α/1999). Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η σχηματιζόμενη δικογραφία διαβιβάζεται στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.

 

iii. Εάν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ύπαρξη ελλειμμάτων, αυτά καταλογίζονται με αιτιολογημένη απόφαση των Επιθεωρητών - Ελεγκτών ή Βοηθών Επιθεωρητών - Ελεγκτών, σε βάρος των υπευθύνων υπολόγων, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 56 του νόμου 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις (247/Α/1995). Οι Επιθεωρητές - Ελεγκτές και Βοηθοί Επιθεωρητές - Ελεγκτές μπορούν να θέτουν εκτός διαχειρίσεως οποιονδήποτε δημόσιο υπόλογο κατά τις προβλέψεις των διατάξεων των άρθρων 3 παράγραφος στ' και 7 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1264/1942 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οικονομικής Επιθεωρήσεως, εφαρμοζομένων αναλόγως.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 5 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του νόμου 3613/2007 (ΦΕΚ 263/Α/2007) και με την παράγραφο 5 του άρθρου 47 του νόμου 3979/2011 (ΦΕΚ 138/Α/2011).

 

6. Οι υπηρεσίες υποχρεούνται, το βραδύτερο εντός διμήνου, από τη λήψη της έκθεσης, να αναφέρουν στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, τον Ειδικό Γραμματέα και τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν, προς συμμόρφωση με την έκθεση επιθεώρησης ή ελέγχου. Το αρμόδιο ή εποπτεύον Υπουργείο έχει την ευθύνη υλοποίησης των προτάσεων που περιέχονται στην έκθεση επιθεώρησης ή ελέγχου. Οι αρχές και τα όργανά των αρμόδιων Υπουργείων ή άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, που είναι αποδέκτες των εκθέσεων, εφόσον από την επιθεώρηση ή τον έλεγχο προκύπτει ανάγκη λήψης μέτρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, όπως ανάγκη παρεμβάσεων με νομοθετικές ή άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις, υποχρεούνται να πληροφορούν εντός διμήνου από τη λήψη της έκθεσης τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και τον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης για τα μέτρα που έλαβαν ή προτίθενται να λάβουν.

 

7. Ο Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, όταν αναθέτει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης οφείλει να γνωστοποιεί τούτο με περίληψη του θέματος στον αρμόδιο επιθεωρητή και στην υπηρεσία στην οποία υπηρετεί ή ανήκει οργανικά ο υπάλληλος.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παράγραφο 18 του άρθρου 119 του νόμου 4622/2019 (ΦΕΚ 133/Α/2019).

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.