Νόμος 3996/11 - Άρθρο 48

Άρθρο 48: Ρυθμίσεις Ασφάλισης Ασθένειας


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951 (ΦΕΚ 179/Α/1951) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

 

{Αν πεθάνει συνταξιούχος του πρώην Κλάδου Σύνταξης του Ταμείου Συντάξεως και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού Ηλεκτρικών Σιδηρόδρομων Αθηνών Πειραιώς, που έχουν ενταχθεί στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 38 του νόμου 3522/2006 (ΦΕΚ 276/Α/2006) και το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 3655/2008 (ΦΕΚ 58/Α/2008), χορηγείται από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών εφάπαξ βοήθημα για έξοδα κηδείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

 

Τα ποσά που καταβάλλονται από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών για την αιτία αυτή μέσα στο έτος, αναζητούνται από τους Φορείς Υγείας, στους οποίους κατά περίπτωση υπάγονταν οι θανόντες, μέσα στον Ιανουάριο του επόμενου έτους.

 

Αν δεν αποδοθούν τα εν λόγω ποσά από τους οικείους Φορείς Υγείας, αναζητούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Ιδρύματος περί αναγκαστικής είσπραξης.}

 

2 α. Στο τέλος του άρθρου 5 του βασιλικού διατάγματος [ΒΔ] 244/1966 (ΦΕΚ 66/Α/1966) προστίθεται παράγραφος 4 ως ακολούθως:

 

{4. Το μόνιμο προσωπικό, καθώς και το με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας, που προέρχεται από το πρώην Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και το πρώην Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους μετά τη συνταξιοδότηση τους, παραμένουν για υγειονομική περίθαλψη στην ασφάλιση Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας / Τομέας Ασθένειας Προσωπικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, εξαιρούμενοι από την ασφάλιση του κλάδου ασθένειας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών.

 

Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών υποχρεούται να παρακρατεί, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης, την προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση συνταξιούχων και να αποδίδει αυτήν στο Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος.

 

Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και οι ήδη συνταξιούχοι των πρώην Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος, ύστερα από υποβολή αίτησης στους αρμόδιους φορείς μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος.}

 

2 β. Στο τέλος του άρθρου 1 του προεδρικού διατάγματος της [ΠΔ] 17/1930 (ΦΕΚ 395/Α/1930) προστίθενται εδάφια, ως ακολούθως:

 

{Οι ασφαλισμένοι του Τομέα Ασθένειας Προσωπικού Ηλεκτροκίνητων Λεωφορείων Περιοχής Αθηνών Πειραιώς του Κλάδου Υγείας του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους μετά τη συνταξιοδότηση τους, παραμένουν στην ασφάλιση του εν λόγω Τομέα και εξαιρούνται από την ασφάλιση του κλάδου ασθένειας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών.

 

Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών υποχρεούται να παρακρατεί, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης την προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση συνταξιούχων και να αποδίδει αυτήν στο Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας / Τομέας Ασθένειας Προσωπικού Ηλεκτροκίνητων Λεωφορείων Περιοχής Αθηνών Πειραιώς.}

 

3. Οι ασκούμενοι δικηγόροι από την έγγραφη τους στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση των Τομέων Υγείας Δικηγόρων του Κλάδου Υγείας του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων, καταβάλλοντες τις προβλεπόμενες κάθε φορά ασφαλιστικές εισφορές πρώτης πενταετίας, εφόσον δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού οργανισμού για παροχές ασθένειας.

 

Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τους ασκούμενους δικαστικούς επιμελητές από την εγγραφή τους στον οικείο Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών.

 

4. Το Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου, που ιδρύθηκε με το βασιλικό διάταγμα [ΒΔ] 722/1961 (ΦΕΚ 184/Α/1961), όπως μετονομάστηκε με το άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 742/1977 (ΦΕΚ 234/Α/1977) και λειτουργεί με τον αυτοτελή Κλάδο Υγείας, ύστερα από την ένταξη του Κλάδου Πρόνοιας αυτού στο Ταμείο Ασφάλισης Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα, με το άρθρο 104 του νόμου [Ν] 3655/2008 (ΦΕΚ 58/Α/2008), καταργείται από 01-10-2011.

 

Το σύνολο της κινητής περιουσίας του καταργούμενου Ταμείου τίθεται σε εκκαθάριση από το Διοικητικό Συμβούλιο και δύο εκκαθαριστές, προτεινόμενους από το ίδιο όργανο.

 

Το ποσό που απομένει ύστερα από, την εξόφληση των οφειλών προς τρίτους, αποδίδεται στον Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου του Ταμείου Ασφάλισης Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα για την καταβολή των εφάπαξ βοηθημάτων στους ασφαλισμένους του Τομέα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

 

5. Οι βουλευτές, τα μη έχοντα την ιδιότητα του βουλευτή μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και τα μέλη οικογενείας αυτών, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, μπορεί για την κάλυψη παροχών υγειονομικής περίθαλψης, να υπάγονται στην ασφάλιση του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου, ή να διατηρούν την ασφάλιση τους στον Κλάδο Ασθένειας του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο ήταν ασφαλισμένοι πριν την εκλογή τους ή τον διορισμό τους. Στην τελευταία περίπτωση, οι αναλογούσες εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού οργανισμού υπολογίζονται επί των αποδοχών λόγω ιδιότητας ή της θέσης τους και βαρύνουν τους ίδιους.

 

6. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951 (ΦΕΚ 179/Α/1951) προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:

 

{Οι ασφαλισμένοι του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών που καταθέτουν αίτηση για συνταξιοδότηση και πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για σύνταξη, για όσο διάστημα εκκρεμεί η έκδοση συνταξιοδοτικής απόφασης, εξακολουθούν να ασφαλίζονται για παροχές ασθένειας στο Ίδρυμα αν δεν έχουν τις απαραίτητες χρονικές προϋποθέσεις για τη θεώρηση του βιβλιαρίου υγείας ως ασφαλισμένοι.}

 

7. Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 72 του από [ΒΔ] 29-05-1958 βασιλικού διατάγματος (ΦΕΚ 96/Α/1958) τροποποιούνται ως εξής:

 

{5. Ασφαλισμένος μπορεί να επιδοτηθεί μέχρι 9 μήνες μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η εκ νέου καταβολή επιδόματος, δεν είναι δυνατή πριν από την πραγματοποίηση από τον ασφαλισμένο 150 τουλάχιστον ημερών ασφάλισης μετά τη λήξη της επιδότησης. Για όσους έχουν συμπληρώσει συνολικό χρόνο ασφάλισης 5 ετών, ο αριθμός των 150 ημερών περιορίζεται σε 100 για την εκ νέου επιδότηση.

 

6. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μπορεί, για εξαιρετικούς λόγους, που αφορούν ιδίως την οικονομική ή οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος, να παρατείνει τη χορήγηση του επιδόματος έως 12 μήνες, στους ασφαλισμένους εκείνους, οι οποίοι έχουν πενταετή πραγματική ασφάλιση στο Ταμείο. Για την επανάληψη της επιδότησης και στην περίπτωση αυτή απαιτούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5.}

 

8. α. Πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 10 χρόνια πραγματικής ασφάλισης στον Τομέα Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, μπορεί να ζητήσουν την συνέχιση της ασφάλισης τους προαιρετικά, σε έναν ή περισσότερους κλάδους, με αίτηση που υποβάλλεται εντός έτους από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, εφόσον δεν υπάγονται στην ασφάλιση άλλου Τομέα του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας ή άλλου ασφαλιστικού φορέα ή του Δημοσίου. Η υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση δεν είναι δυνατή, αν ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά το στοιχείο β' της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951 ή λαμβάνει σύνταξη μερικής αναπηρίας ορισμένου χρόνου, έστω και με ποσοστό 50%.

 

Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και η διάρκεια της δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10 έτη.

 

β. Ο ασφαλιζόμενος προαιρετικά υποχρεούται να καταβάλλει κάθε μήνα τη συνολική εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη, σε ποσοστό που αντιστοιχεί στο ποσοστό εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη των τελευταίων 3 μηνών πλήρους απασχόλησης και υπολογίζεται στο μέσο όρο των αποδοχών των τελευταίων 24 μηνών πλήρους απασχόλησης πριν από τη διακοπή της εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερες από το 50πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.

 

Με αίτηση του ασφαλισμένου η ανωτέρω βάση υπολογισμού μπορεί να προσαυξάνεται από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρόνου, σε ποσοστό ανάλογο με την αύξηση των αποδοχών, βάσει των αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων. Μεταβολή της βάσης υπολογισμού των αποδοχών στις οποίες υπολογίζεται η εισφορά δεν μπορεί να γίνει πριν παρέλθει ένας χρόνος από την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση ή από την τελευταία μεταβολή.

 

γ. Καθυστέρηση καταβολής των εισφορών επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη. Καθυστέρηση καταβολής πέραν του εξαμήνου από τη λήξη του μήνα στον οποίο ανάγεται, συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλισμένος, με αίτηση του, μπορεί να ζητήσει την εκ νέου υπαγωγή του στην προαιρετική ασφάλιση από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

 

δ. Ο χρόνος της προαιρετικής ασφάλισης δεν συνυπολογίζεται ως χρόνος διανυθείς στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα ενώ κατά τα λοιπά, εξομοιώνεται, ως προς τις έννομες συνέπειες του, με το χρόνο πραγματικής ασφάλισης.

 

ε. Η λήξη της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με δήλωση του ασφαλισμένου ή με τη συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω γήρατος ή αναπηρίας για αόριστο χρόνο. Αναστολή της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με την ανάληψη εξαρτημένης εργασίας ή έναρξη ελευθέρου επαγγέλματος ή με την επιδότηση για ασθένεια ή με την συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω μερικής αναπηρίας ορισμένου χρόνου.

 

στ. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για την προαιρετική ασφάλιση στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.

 

9. Στο συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται από τον απονέμοντα Οργανισμό στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης βάσει των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, προστίθενται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, όπως καθορίζονται από την παράγραφο 10 του άρθρου 3 του νόμου 3845/2010 (ΦΕΚ 65/Α/2010), χωρίς υποχρέωση των συμμετεχόντων Οργανισμών στη δαπάνη συνταξιοδότησης. Το παρόν ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου 3845/2010.

 

10. α. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 33 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951 (ΦΕΚ 179/Α/1951) όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν αντικαθίστανται ως εξής:

 

{1. Προς εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 τα κατωτέρω πρόσωπα θεωρούνται μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος.

 

α) Η σύζυγος ή ο σύζυγος.

 

β) Τα άγαμα τέκνα (νόμιμα ή τέκνα που έχουν νομιμοποιηθεί, αναγνωριστεί ή υιοθετηθεί, ή προγονοί) και τα φυσικά τέκνα ασφαλισμένης ή συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους και εάν μεν είναι άνεργα μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, εάν δε συνεχίζουν τις σπουδές τους για 2 έτη μετά τη λήξη των σπουδών τους, εφόσον είναι άνεργα, όχι όμως πέρα από τη συμπλήρωση του 26ου έτους της ηλικίας τους.

 

γ) Η μητέρα και ο πατέρας, καθώς και οι θετοί γονείς υπό τις ίδιες με τους φυσικούς γονείς προϋποθέσεις.

 

δ) Οι ορφανοί πατρός και μητρός εγγονοί και αδελφοί, καθώς και οι ορφανοί μόνον από πατέρα ή μητέρα αδελφοί ή εγγονοί εφόσον ο επιζών γονέας θεωρείται κατά τα ανωτέρω ως μέλος οικογένειας του ασφαλισμένου, μέχρι συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας τους και εφόσον είναι άγαμοι.

 

2. Τα πρόσωπα τα αναφερόμενα στην παραπάνω παράγραφο θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου, εφόσον συμβιώνουν με αυτόν και η συντήρηση τους για τις περιπτώσεις β', γ', δ', βαρύνει κυρίως αυτόν.

 

Θεωρείται ότι υπάρχει συμβίωση και αν για σοβαρούς λόγους, που ορίζονται με κανονισμό, ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τα τέκνα, δεν συγκατοικούν προσωρινά.

 

Ειδικά για τον πατέρα, τη μητέρα και τους θετούς γονείς προκειμένου να ασφαλιστούν σαν μέλη οικογένειας του παιδιού τους, εκτός από την απόδειξη της κύριας συντήρησης και της συγκατοίκησης, απαιτείται:

 

α) Να έχουν ηλικία άνω των 60 ετών ή να είναι ανάπηροι, με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.

 

β) Να μην έχουν εισοδήματα από οποιαδήποτε αιτία που να υπερβαίνουν τα εκάστοτε προβλεπόμενα για τους ανασφάλιστους σύμφωνα με την [Α] Γ6/8645/74 απόφαση και την αριθμό [Α] 139491/2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ 1747/Β/2006).

 

3.α) Ειδικά για τα μέλη οικογένειας ασφαλισμένων πολιτών κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι παροχές ασθένειας σε είδος χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του προεδρικού διατάγματος 106/2007 (ΦΕΚ 135/Α/2007) (Οδηγία 2004/38/ΕΚ), τους έχει χορηγηθεί το έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής του άρθρου 16 του προεδρικού διατάγματος αυτού και διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.

 

β) Ασφαλισμένοι πολίτες τρίτων χωρών επί μακρόν διαμένοντες και τα μέλη οικογένειας τους δικαιούνται παροχές ασθένειας εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του προεδρικού διατάγματος 150/2006 (ΦΕΚ 160/Α/2006) (Οδηγία 2003/109/ΕΚ) και διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.

 

4. Με τον Κανονισμό μπορεί να παρέχεται εν όλω ή εν μέρει η ιατρική περίθαλψη στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του κατά την παράγραφο 1 ορίου ηλικίας, εφόσον είναι ανίκανα για κάθε εργασία.}

 

β. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 33 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1846/1951 (ΦΕΚ 179/Α/1951) εφαρμόζονται αναλόγως σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

 

11. Στο τέλος της παραγράφου 1 περίπτωση Α' του άρθρου 23 της αριθμού 19875/Ε.452/1952 (ΦΕΚ 90/Β/1952) υπουργικής απόφασης προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

{Η εισφορά υπέρ του Τομέα Ασθένειας Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας Η ΕΘΝΙΚΗ του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας για την ασφάλιση ασθένειας των συνταξιούχων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών / Τομέα Ασθένειας Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας Η ΕΘΝΙΚΗ, ορίζεται σε:

 

α) ποσοστό 4% επί των καταβαλλομένων συντάξεων για τους συνταξιούχους, ασφαλισμένους μέχρι 31-12-1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι) και

 

β) ποσοστό 10% επί των καταβαλλομένων συντάξεων, που κατανέμεται 4% σε βάρος των συνταξιούχων και 6% σε βάρος του φορέα συνταξιοδότησης, για τους συνταξιούχους, ασφαλισμένους μετά την 01-01-1993 (νέοι ασφαλισμένοι).

 

Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (φορέας συνταξιοδότησης) υποχρεούται να παρακρατεί από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης τα ανωτέρω ποσοστά εισφορών και να αποδίδει το σύνολο της εισφοράς στο Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας / Τομέα Ασθένειας Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας Η ΕΘΝΙΚΗ.

 

Ως έναρξη εφαρμογής της ανωτέρω ρύθμισης, ορίζεται η πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου.}

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.