Νόμος 4198/13 - Άρθρο 8

Άρθρο 8


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 740 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

 

{1. Στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται οι υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 739, εκτός από εκείνες που αφορούν την υιοθεσία, τη θέση προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση ή σε ακούσια νοσηλεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και η ανακοπή των άρθρων 787 του παρόντος και 82 του Αστικού Κώδικα, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου. Στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου υπάγονται επίσης και οι υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 1457, 1458, 1532, 1533 και 1660 έως και 1663 του Αστικού Κώδικα.}

 

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 235 του Ποινικού Κώδικα καταργείται.

 

3. α. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 31-08-2013: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ' αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.

 

β. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνονται με αιτιολογημένη διάταξη, επί πλημμελημάτων ο αρμόδιος εισαγγελέας και επί πταισμάτων ο αρμόδιος πταισματοδίκης.

 

γ. Οι αστικές αξιώσεις που τυχόν απορρέουν από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιοποίνου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.

 

δ. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τις παραβάσεις:

 

α) του άρθρου 358 και του άρθρου 377 του Ποινικού Κώδικα για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση,

β) του νόμου [Ν] 690/1945,

γ) του άρθρου 28 του νόμου 3996/2011,

δ) του άρθρου 29 του νόμου [Ν] 703/1977 και του άρθρου 44 του νόμου 3959/2011,

ε) του νόμου 2168/1993,

στ) της Α5/3010/1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 593/Β/1985),

ζ) του άρθρου 6 του νόμου [Ν] 456/1976 και

η) του άρθρου 41ΣΤ του νόμου 2725/1999.

θ) του άρθρου 268 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 (ΦΕΚ 7/Α/1969).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 48 του νόμου 4280/2014 (ΦΕΚ 159/Α/2014).

 

4. α. Ποινές στερητικές της ελευθερίας διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι επιβληθείσες ποινές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα, και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.

 

β. Οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρω αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.

 

γ. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167, 189, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 292, 309, 334 παράγραφος 3, 372, 382 και 390 του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως εξαιρούνται αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις:

 

α) του νόμου 2168/1993,

β) του άρθρου 6 του νόμου [Ν] 456/1976,

γ) της Α5/3010/1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 593/Β/1985) και

δ) του άρθρου 41ΣΤ του νόμου 2725/1999.

ε) του άρθρου 268 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 (ΦΕΚ 7/Α/1969).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 48 του νόμου 4280/2014 (ΦΕΚ 159/Α/2014).

 

5. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου 4043/2012 εφαρμόζονται και στους κρατουμένους που εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας και πληρούν τις τασσόμενες με αυτό προϋποθέσεις κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές:

 

α) μέχρι τις 30-06-2014 και

 

β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευσή του.

 

6. α. Με πράξη του Προέδρου του αρμοδίου Δικαστηρίου ή του οικείου Τμήματος κηρύσσονται καταργημένες εκκρεμείς δίκες για αιτήσεις ακυρώσεως και απορρίπτονται αιτήσεις αναστολής που ασκήθηκαν μέχρι 31-12-2010 και αφορούν ακυρωτικές διαφορές, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου ή του τριμελούς διοικητικού εφετείου, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων, που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών (άρθρο 15 του νόμου 3068/2002), εφόσον έχει παρέλθει άπρακτη η κατωτέρω, υπό στοιχείο β', οριζόμενη προθεσμία.

 

β. Οι πληρεξούσιοι που υπογράφουν τις παραπάνω αιτήσεις ακυρώσεως οφείλουν μέσα σε 3 μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου να καταθέσουν στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου εξουσιοδότηση του αλλοδαπού διαδίκου θεωρημένη ως προς το γνήσιο της υπογραφής του, στην οποία να δηλώνεται ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υποθέσεως. Η παραπάνω δήλωση μπορεί να γίνει και με αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στη γραμματεία του δικαστηρίου.

 

γ. Τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται σε υποθέσεις των οποίων η αρχική η μετά από αναβολή δικάσιμος έχει ορισθεί εντός της, υπό στοιχείο β', τρίμηνης προθεσμίας.

 

Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του νόμου 3886/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Το 1/3 του ποσού του παραβόλου καταβάλλεται κατά την κατάθεση της αιτήσεως, το 1/3 μέχρι την πρώτη συζήτηση και αν η αίτηση απορριφθεί ο αιτών καταδικάζεται στην καταβολή του υπολοίπου 1/3 με την απόφαση του δικαστηρίου.}

 

8. Στην υποπερίπτωση ε' της πρώτης παραγράφου του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1017/1971, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

{Οι αιτήσεις και τα υπομνήματα των απόρων κρατουμένων υποβάλλονται ατελώς.}

 

9. Όσοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για εγκλήματα που προβλέπονται στον νόμο 3459/2006, απολύονται υφ' όρον αν έχουν συμπληρώσει το 1/3 πραγματικής έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Την απόλυση διατάσσει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.

 

10. Μετά το άρθρο 9 του νόμου 3772/2009 προστίθεται άρθρα και ως εξής:

 

{Άρθρο 9Α

 

1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνιστάται υπηρεσιακό συμβούλιο ιατροδικαστών, το οποίο είναι αρμόδιο για την επιλογή όσων διορίζονται σε θέσεις ιατροδικαστών και για κάθε θέμα που αφορά την υπηρεσιακή τους κατάσταση.

 

2. Το υπηρεσιακό συμβούλιο των ιατροδικαστών είναι πενταμελές και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από:

 

α) 1 προϊστάμενο γενικής διεύθυνσης της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή τον αναπληρούντα αυτόν, ο οποίος προεδρεύει του συμβουλίου, με τον αναπληρωτή του,

 

β) 1 προϊστάμενο γενικής διεύθυνσης του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με τον αναπληρωτή του,

 

γ) 1 ιατροδικαστή Α' τάξης των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τον αναπληρωτή του. Αν δεν υπάρχουν ιατροδικαστές Α' τάξης, ορίζονται ιατροδικαστές Β' τάξης,

 

δ) 2 αιρετούς εκπροσώπους των ιατροδικαστών Α' ή Β' τάξης με τους αναπληρωτές τους. Χρέη γραμματέα του συμβουλίου ασκεί υπάλληλος με βαθμό τουλάχιστον Δ', που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την απόφαση ορισμού των μελών.

 

Τα μέλη του συμβουλίου με ισάριθμους αναπληρωτές τους ορίζονται για θητεία 2 ετών που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου του επόμενου από τον ορισμό τους έτους, με απόφαση που εκδίδεται κατά το μήνα Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους. Η θητεία των μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου λήγει την 31η Δεκεμβρίου των ετών των οποίων ο τελευταίος αριθμός είναι άρτιος. Κατά την πρώτη συγκρότηση του παρόντος συμβουλίου η θητεία των μελών του αρχίζει από την ημερομηνία ορισμού τους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους του οποίου ο τελευταίος αριθμός είναι άρτιος.

 

3. Εισηγητής του συμβουλίου ορίζεται ο προϊστάμενος της διεύθυνσης διοίκησης και ανθρώπινου δυναμικού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αναπληρωτή τον προϊστάμενο του τμήματος διοίκησης προσωπικού. Όταν το υπηρεσιακό συμβούλιο επιλέγει ιατροδικαστές, ως εισηγητής συμμετέχει ιατροδικαστής Α' τάξης και αν δεν υπάρχει, ως εισηγητής ορίζεται ιατροδικαστής Β' τάξης.

 

Άρθρο 9Β

 

1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνιστάται πειθαρχικό συμβούλιο ιατροδικαστών, το οποίο έχει αρμοδιότητα για κάθε θέμα που αφορά την πειθαρχική κατάσταση των ιατροδικαστών.

 

2. Το πειθαρχικό συμβούλιο των ιατροδικαστών συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είναι πενταμελές και αποτελείται από:

 

α) Τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφέτης των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων ή αντεισαγγελέας εφετών, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου ή από τον προϊστάμενο της οικείας εισαγγελίας,

 

β) 1 μέλος το οποίο είναι πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

γ) 2 μέλη, τα οποία είναι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι τουλάχιστον προϊστάμενοι διεύθυνσης, αναπληρούμενοι από προϊσταμένους άλλης διεύθυνσης,

 

δ) 1 μέλος, το οποίο είναι ιατροδικαστής Α' τάξης των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τον αναπληρωτή του. Αν δεν υπάρχουν ιατροδικαστές Α' τάξης, ορίζονται ιατροδικαστές Β' τάξης.

 

3. Γραμματέας του πειθαρχικού συμβουλίου ιατροδικαστών ορίζεται υπάλληλος με βαθμό τουλάχιστον Δ', με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

4. Τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου ιατροδικαστών με ισάριθμους αναπληρωτές τους, ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για θητεία δύο ετών, που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, με απόφαση που εκδίδεται κατά το Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους. Η θητεία των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου λήγει την 31η Δεκεμβρίου των ετών των οποίων ο τελευταίος αριθμός είναι άρτιος. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, απαγορεύεται η αντικατάσταση μελών, εκτός αν συντρέχουν αποδεδειγμένα σοβαροί υπηρεσιακοί ή προσωπικοί λόγοι.

 

5. Ο αναπληρωτής του προέδρου προεδρεύει σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου. Τα αναπληρωματικά μέλη μετέχουν σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος των τακτικών μελών.

 

6. Για τη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 136, 137, 138, 139 και 140 του μέρους Ε' του Υπαλληλικού Κώδικα (νόμος 3528/2007 (ΦΕΚ 26/Α/2007)), όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του νόμου 4057/2012 (ΦΕΚ 54/Α/2012).

 

7. Ο ιατροδικαστής μπορεί να παρίσταται ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου που κρίνει την πειθαρχική του υπόθεση αυτοπροσώπως ή με συμπαράσταση δικηγόρου ή μόνο δια δικηγόρου.

 

8. Στο πειθαρχικό συμβούλιο ορίζονται ως εισηγητές με πράξη του προέδρου, μόνο μέλη αυτού, τακτικά ή αναπληρωματικά. Το συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τρία τουλάχιστον μέλη του, στα οποία απαραιτήτως πρέπει να περιλαμβάνεται ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου. Εάν σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες, όσοι ακολουθούν την ασθενέστερη, οφείλουν να προσχωρήσουν σε μια από τις επικρατέστερες. Η ψηφοφορία των μελών γίνεται κατά σειρά αντίστροφη από εκείνη της απόφασης ορισμού τους. Δεν επιτρέπεται η αποχή από την ψηφοφορία ή η λευκή ψήφος.

 

9. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος λειτουργίας του πειθαρχικού συμβουλίου ιατροδικαστών, όπως ενδεικτικά ο τόπος και ο χρόνος συνεδρίασης, και κάθε σχετική λεπτομέρεια εφαρμογής του άρθρου αυτού.

 

10. Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από το παρόν άρθρο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί συλλογικών οργάνων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (νόμος 2690/1999 (ΦΕΚ 45/Α/1999)).

 

11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών καθορίζεται αποζημίωση των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του πειθαρχικού συμβουλίου ιατροδικαστών, ανάλογα με τις συνεδριάσεις στις οποίες μετείχαν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

 

12. Το πειθαρχικό συμβούλιο ιατροδικαστών συγκροτείται εντός 3 μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Κατ' εξαίρεση, η θητεία του αρχίζει από τη συγκρότησή του και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους του οποίου ο τελευταίος αριθμός είναι άρτιος. Μέχρι τη συγκρότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ιατροδικαστών κατά τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο, εξακολουθεί να ασκεί τις πειθαρχικές αρμοδιότητες των ιατροδικαστών το υπηρεσιακό συμβούλιο της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του νόμου [Ν] 2915/2001 (ΦΕΚ 109/Α/2001). Οι υποθέσεις που εκκρεμούν στο υφιστάμενο υπηρεσιακό - πειθαρχικό συμβούλιο ιατροδικαστών διαβιβάζονται στο πειθαρχικό συμβούλιο του παρόντος το αργότερο μέσα σε 1 μήνα από τη συγκρότησή του.}

 

11. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του νόμου 3772/2009 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{3. Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 31, του νόμου [Ν] 2915/2001, όπως ισχύουν, καθώς και κάθε άλλη διάταξη αντίθετη προς τα άρθρα 1 έως 10 του παρόντος νόμου καταργούνται. Ειδικές διατάξεις, που ρυθμίζουν θέματα λειτουργίας των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και δεν ρυθμίζονται με τον παρόντα νόμο, εξακολουθούν να ισχύουν.}

 

12. Το άρθρο 13 του νόμου [Ν] 3811/2009 Αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση (εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29-04-2004) και άλλες διατάξεις αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Η αίτηση αποζημίωσης απορρίπτεται εάν μέχρι την εξέτασή της από την Αρχή Αποζημίωσης δεν προσκομισθεί αποδεικτικό καταβολής παραβόλου ή τραπεζικού εμβάσματος. Το παράβολο ή το τραπεζικό έμβασμα ορίζεται σε 100 € και το ύψος του δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με όμοια απόφαση καθορίζεται ο τρόπος είσπραξης του τραπεζικού εμβάσματος. Ο αιτών απαλλάσσεται από κάθε άλλη επιβάρυνση που προκαλείται σε όλο το στάδιο της διαδικασίας, από την υποβολή της αιτήσεως μέχρι την έκδοση αποφάσεως από την Αρχή Αποζημίωσης.}

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.