Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3179/09

ΣτΕ 3179/2009


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3179/2009

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-01-2007, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Μ. Καραμανώφ, Ιωάννης Μαντζουράνης, Μ. - Ελένη Κωνσταντινίδου, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Σγουρέλλη.

 

Για να δικάσει την από 02-05-2003 αίτηση:

 

του Δήμου Παλλήνης Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Φώτη Χατζηφώτη (αριθμός μητρώου 12571), που τον διόρισε με απόσπασμα πρακτικού συνεδριάσεως της Δημαρχιακής του Επιτροπής, κατά των: 1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2) Υπουργού Γεωργίας και ήδη Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και 3) Υπουργού Πολιτισμού, οι οποίοι παρέστησαν, με τον Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά της παρεμβαίνουσας Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία Κ. Ε. ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ και το διακριτικό τίτλο Κ. ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε., που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός Α. αριθμός 39 και Μονεμβασίας, η οποία παρέστη με την δικηγόρο Θεοδώρα Κερκύρα - Ξανθούλη (αριθμός μητρώου 10045), που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθεί το από 20-02-2003 προεδρικό διάταγμα Καθορισμός χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης στην εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του έτους 1923 ευρύτερη περιοχή Μεσογείων νομού Αττικής (ΦΕΚ 199/Δ/2003) και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Ελένη Κωνσταντινίδου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Δήμου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσια της παρεμβαίνουσας εταιρείας και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά νόμο, η καταβολή παραβόλου.

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση του από 20-02-2003 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 199/Δ/2003), με το οποίο καθορίζονται χρήσεις γης και όροι και περιορισμοί δόμησης στην εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του έτους 1923 ευρύτερη περιοχή των Μεσογείων (νομού Αττικής), η οποία εμπίπτει εντός της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου του νομού Αττικής.

 

3. Επειδή, ο αιτών Δήμος με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκεί τη κρινόμενη αίτηση στρεφόμενη κατά ρυθμίσεων, οι οποίες θεσπίζονται με το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα, κατά το μέρος που αφορούν την εδαφική του περιφέρεια.

 

4. Επειδή, το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα που έχει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ Ολομέλεια 4952/1995, ΣτΕ 1874/2003) δημοσιεύθηκε σε φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως που φέρει ημερομηνία 06-03-2003, η δε κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε την 06-05-2003. Η αίτηση όμως ασκείται εμπροθέσμως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμόν 168404/2003 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ΦΕΚ αυτό παραδόθηκε στη θυρίδα διάθεσης στο κοινό την 19-03-2003, που αποτελεί, επομένως, την ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας του, από την οποία κινήθηκε η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά του ανωτέρω διατάγματος.

 

5. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος η ανώνυμη εταιρεία Κ. Ε. ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ Α.Ε., η οποία φέρεται ως ιδιοκτήτρια του κτήματος Κ., η περιοχή του οποίου υπάγεται στην επίδικη ρύθμιση.

 

6. Επειδή, προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα είναι ακυρωτέο διότι, κατά παράβαση του άρθρου 3 του νόμου 2965/2001, με τον οποίο κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος Δήμου, προβλέπεται συνυπογραφή του Υπουργού Ανάπτυξης, όταν καθορίζονται ζώνες με μεγάλες βιομηχανικές συγκεντρώσεις δεν συνυπογράφεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης, παρότι α) καθορίζει χρήσεις γης στις οποίες επιτρέπεται η εγκατάσταση βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων, β) γίνεται αναφορά στις νομίμως υφιστάμενες βιομηχανικές μονάδες και στη δυνατότητα εκσυγχρονισμού τους και γ) επιτρέπεται σε ορισμένες περιοχές η εγκατάσταση μη ιδιαιτέρως οχλουσών επιχειρήσεων, οι οποίες καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση την οποία συνυπογράφει ο Υπουργός Ανάπτυξης. Ο ως άνω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 11 παράγραφος 3 και 183 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, που κυρώθηκε με το από 14-07-1999 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 580/Δ/1999), οι οποίες προβλέπουν την έκδοση προεδρικού διατάγματος με πρόταση μόνον του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων για τον καθορισμό χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης σε περιοχές που έχουν καθορισθεί ως Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου γύρω από τα όρια πόλεων και οικισμών. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 3 του νόμου 2965/2001, την οποία επικαλείται ο αιτών Δήμος, ρυθμίζεται διαφορετικό ζήτημα και, συγκεκριμένα, προβλέπεται ο καθορισμός, με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ζωνών με μεγάλες βιομηχανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες εφαρμόζονται προγράμματα περιβαλλοντικής αναβαθμίσεως και, συνεπώς η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση εφόσον, πάντως δεν προβλέπεται από το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα δημιουργία κατά τα ανωτέρω ζωνών περιβαλλοντικής αναβάθμισης.

 

7. Επειδή, προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα είναι ακυρωτέο για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, διότι, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 7 παράγραφος 2)γ του νόμου 2965/2001, κατά την οποία, όπως ο αιτών Δήμος υποστηρίζει σε περίπτωση αλλαγής χρήσης γης η οποία επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο τις βιομηχανικές - βιοτεχνικές εγκαταστάσεις στην περιοχή, πρέπει να ζητείται η γνώμη του Υπουργού Ανάπτυξης, στην προκείμενη περίπτωση η ως άνω γνώμη ουδέποτε ζητήθηκε ούτε και ελήφθη υπ' όψη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη εκδοχή διότι, όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμόν 233/1999 και 2273/2001 έγγραφα του Οργανισμού Αθήνας, ζητήθηκε, πάντως η γνώμη και του Υπουργείου Ανάπτυξης επί της μελέτης για τον καθορισμό χρήσεων γης και όρων δόμησης στη Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου Ανατολικής Αττικής - Μεσογείων, στην οποία στηρίζεται το προσβαλλόμενο διάταγμα.

 

8. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε με το Ψήφισμα της 06-04-2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, τη φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια δε για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων. Κατ' ακολουθίαν, δεν είναι, κατ' αρχήν, επιτρεπτές ρυθμίσεις και μέτρα που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβίωσης και υποβάθμιση του φυσικού ή του προβλεπόμενου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας να κρίνει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν με τις θεσπιζόμενες χωροταξικές ή πολεοδομικές ρυθμίσεις επέρχεται υποβάθμιση του περιβάλλοντος (παράβαλε Ολομέλεια 1528/2003, ΣτΕ 1260/1999, Ολομέλεια 10/1998, 1507/1977). Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η συνταγματική κατοχύρωση και προστασία της ιδιοκτησίας δεν αποκλείει να επιβάλλονται με νόμο περιορισμοί στο περιεχόμενο και την έκταση του δικαιώματος της κυριότητας, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί θεσπίζονται με αντικειμενικά κριτήρια χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και δεν εξαφανίζουν ή δεν καθιστούν αδρανή την ιδιοκτησία σε σχέση με τον προορισμό της (ΣτΕ 1029/1985 Ολομέλεια, 695/1986 Ολομέλεια, 1821/1995 Ολομέλεια, 4953/1995 Ολομέλεια, 3067/2001, 3181/2004). Ειδικότερα, ο καθορισμός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.) και όρων και περιορισμών ως προς τη δόμηση και τις χρήσεις γης εντός της ζώνης αυτής, βάσει της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 183 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, αποτελεί μέτρο χωροταξικού σχεδιασμού, το οποίο εναρμονίζεται προς την απορρέουσα από το άρθρο 24 του Συντάγματος επιταγή περί ορθολογικής χωροταξίας και, επομένως, οι περιορισμοί αυτοί αποτελούν ανεκτούς κατ' αρχήν, κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, περιορισμούς της ιδιοκτησίας, δεδομένου, άλλωστε, ότι η απαγόρευση δόμησης σε περιοχές εκτός σχεδίου, στις οποίες και μόνον είναι κατά νόμον δυνατή η θέσπιση Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου, συνάδει προς το χαρακτήρα των περιοχών αυτών, οι οποίες δεν έχουν ως προορισμό την οικιστική ανάπτυξη (ΣτΕ 1169/1994, 1174/1994, 1130/1999, 2605/2005). Τέλος, η θέσπιση περιορισμών δόμησης και χρήσεων γης σε εκτός σχεδίου περιοχές που εμπίπτουν στα όρια του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών είναι σύμφωνη προς τους κατά τις διατάξεις του νόμου 1515/1985 (ΦΕΚ 18/Α/1985) βασικούς σκοπούς του ρυθμιστικού αυτού σχεδίου, στους οποίους περιλαμβάνεται η ανάσχεση της οικιστικής εξάπλωσης της πόλεως των Αθηνών (ΣτΕ 1027/1999, 2675/2001, 3181/2004, 3184/2004).

 

9. Επειδή, προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα, στηρίζεται σε δεδομένα που προκύπτουν από παλιές μελέτες κατά παραγνώριση των νεώτερων οικιστικών αναγκών οι οποίες προέκυψαν από την υπέρμετρη αύξηση του πληθυσμού της ευρύτερης περιοχής Μεσογείων τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά τη λειτουργία του αεροδρομίου των Σπάτων. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και ιδίως την από 14-12-1998 εισήγηση προς την Εκτελεστική Επιτροπή του Οργανισμού Αθήνας, ο Οργανισμός αυτός ανέθεσε τον Ιούνιο του 1995 στο Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου την εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος με θέμα Οικονομική Ανάπτυξη και Χωροταξικός Σχεδιασμός Πεδιάδας Μεσογείων 1995 - 2000. Ειδική Χωρική Ρύθμιση Περιοχής Αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος. Βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνας αυτής, η οποία παραδόθηκε τον Ιούλιο του 1998, ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών συνέταξε μελέτη για τη χωροταξική οργάνωση της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου Μεσογείων και τον καθορισμό χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης εντός της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου, στην οποία στηρίζεται το προσβαλλόμενο διάταγμα. Δεν προκύπτει δε από τα στοιχεία του φακέλου ούτε προβάλλεται κατά τρόπο συγκεκριμένο ότι υφίστανται δεδομένα, τα οποία δεν έχουν ληφθεί υπ' όψη κατά την εκπόνηση της μελέτης αυτής (Παράβαλε ΣτΕ 1872/2003, 1875/2003). Εξ άλλου, εν όψει του μακρού χρόνου της εν γένει διαδικασίας εκπονήσεως της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου και του γεγονότος ότι σ' αυτήν, από την κατά νόμο φύση της, εμπεριέχονται ρυθμίσεις με σχετικώς μακροπρόθεσμη προοπτική, μη υποκείμενες σε αναθεωρήσεις κατά μικρά χρονικά διαστήματα ή σε περιπτώσεις μη ουσιωδών μεταβολών των οικιστικών δεδομένων της περιοχής, οι σχετικές γνωμοδοτήσεις έχουν πάντως διατυπωθεί σε χρόνο που δεν υπερβαίνει τον εν προκειμένω, εν όψει των περιστάσεων, εύλογο. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

10. Επειδή, προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα μεταβάλλει τις χρήσεις γης και αποκλείει σε μεγάλα τμήματα την κατοικία ή την περιορίζει εξαρτώντας την από συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα με αποτέλεσμα να δεσμεύει υπέρμετρα την ιδιοκτησία των δημοτών ώστε να προσβάλλεται ο πυρήνας του δικαιώματός τους και ότι, ειδικότερα στη ζώνη Β1 απολύουν προστασίας αρχαιολογικών χώρων απαγορεύεται οποιαδήποτε δόμηση ή κατασκευή χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε αποζημίωση των ιδιοκτησιών που βρίσκονται εντός της συγκεκριμένης περιοχής, τούτο δε κατά παράβαση τόσο του άρθρου 17 του Συντάγματος όσο και του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ο λόγος, όμως, αυτός ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε επίκληση βλάβης ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των δημοτών από τις επίμαχες διατάξεις χωρίς να υποστηρίζεται ότι θίγεται ιδιοκτησία του ίδιου του αιτούντος Δήμου, είναι απορριπτέος ως προβαλλόμενος απαραδέκτως εκ συμφέροντος τρίτου (παράβαλε ΣτΕ 2605/2005).

 

11. Επειδή, ως προς την υπό στοιχείο Κ1 περιοχή της Κάντζας που χαρακτηρίζεται ως ζώνη εγκαταστάσεων του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα, ο αιτών Δήμος προβάλλει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα είναι ακυρωτέο κατά το μέρος που αφορά την περιοχή του κτήματος Κ. η οποία, αποτελούμενη από τους γνωστούς αμπελώνες με τυπικά χαρακτηριστικά και παραδοσιακή καλλιέργεια, είχε χαρακτηρισθεί με το υπ' αριθμόν 9/1999 πρακτικό της Νομαρχιακής Επιτροπής Χωροταξίας και Περιβάλλοντος (ΝΕΧΩΠ) ως γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας. Προς ενίσχυση δε του ανωτέρω λόγου ακυρώσεως ο Δήμος επικαλείται την 2675/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία είχε ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 28566/6321/1999 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, κατά το μέρος που αφορούσε την ένταξη της περιοχής του κτήματος Κ. στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Παλλήνης, αφού ελήφθησαν ιδιαιτέρως υπ' όψη οι κατά το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Παλλήνης και ανωτέρω έγγραφο της Νομαρχιακής Επιτροπής Χωροταξίας και Περιβάλλοντος χαρακτηρισμοί της και η απορρέουσα από αυτούς ανάγκη προστασίας της.

 

Όπως όμως προκύπτει από το υπ' αριθμόν 5/2002 νεότερο πρακτικό της η Νομαρχιακή Επιτροπή Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής έκρινε ότι το κτήμα Κ. στη σημερινή του μορφή δεν αποτελεί πλέον γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας. Εξ' άλλου με την υπ' αριθμόν 9424/2004 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 196/Δ/2004), το κτιριακό συγκρότημα του εργοστασίου Κ. χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέο και οριοθετήθηκε σχετική ζώνη προστασίας του. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο χαρακτηρισμός της περιοχής της Κάντζας ως ζώνης εγκαταστάσεων του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα, στο πλαίσιο της συνολικής ρύθμισης που θεσπίζεται ως προς τις χρήσεις γης και τους όρους και περιορισμούς δόμησης για την ευρύτερη, εντός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου, περιοχή των Μεσογείων, βρίσκει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 183 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, κατ' επίκληση της οποίας μεταξύ άλλων, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

12. Επειδή, προβάλλεται ότι οι χρήσεις που προβλέπονται για τις ζώνες Δ, Ε, Γ2 και Κ1 οδηγούν στην ανάπτυξη οργανωμένης κοινωνικής ζωής και, ως εκ τούτου στη διαμόρφωση οικιστικών περιοχών, οι οποίες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 1)γ του νόμου 1337/1983, όπως αυτό ισχύει, έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και όχι Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθ' όσον ο καθορισμός επιτρεπόμενων χρήσεων αναγόμενων σε παραγωγικές δραστηριότητες του πρωτογενούς, δευτερογενούς ή τριτογενούς τομέα, σε περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ως Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου, συνάδει προς το σκοπό στον οποίο αποβλέπει κατά νόμο (άρθρο 183 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, με το οποίο αποδίδεται το άρθρο 29 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983 όπως ισχύει) η θέσπιση Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου, που αποτελεί προσωρινό υποκατάστατο της υπό του άρθρου 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος αξιούμενης ορθολογικής χωροταξίας μεγάλης κλίμακας και δη εθνικής και περιφερειακής, στον οικιστικό έλεγχο περιαστικών εκτός σχεδίου περιοχών, προς πρόληψη της περαιτέρω επιδεινώσεως των προβλημάτων τους και προς προστασία του περιβάλλοντος στις περιοχές αυτές (παράβαλε ΣτΕ 1874/2003, ΠΕ 212/2002) και, ως εκ τούτου, βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις αυτές.

 

13. Επειδή, προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα με το οποίο συμπληρώνεται το από 22-06-1983 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 284/Δ/1983) περί καθορισμού ως Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου ολόκληρης της εκτός σχεδίου περιοχής του νομού Αττικής, περιέχει ρυθμίσεις, με τις οποίες επιβαρύνεται με οχληρές για το φυσικό, πολιτιστικό και ανθρωπογενές περιβάλλον χρήσεις η περιοχή στην οποία αφορά, σε αντίθεση με τους σκοπούς και τις κατευθύνσεις του ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών, χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψη η ανάγκη ανάπτυξης των αστικών περιοχών για την εκτόνωση των οικιστικών πιέσεων. Όπως, όμως, αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, με το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα, το οποίο ερείδεται σε μελέτη για τη χωροταξική οργάνωση της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου Μεσογείων που εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου και του οποίου οι στόχοι εξειδικεύονται στην από 14-12-1998 εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας προς την Εκτελεστική Επιτροπή του Οργανισμού Αθήνας αποσκοπείται όπως προκύπτει από την εισήγηση αυτή, μεταξύ άλλων, ο έλεγχος και η ρύθμιση στο χώρο των σημερινών τάσεων αστικοποίησης στην περιοχή, ελαχιστοποίηση των επιβαρύνσεων του αστικού περιβάλλοντος και των γεωργοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων από τη λειτουργία του αεροδρομίου των Σπάτων και εξειδικεύεται και συμπληρώνεται το από 22-06-1983 προεδρικό διάταγμα, με το οποίο είχε καθορισθεί ως Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου ολόκληρη η εκτός σχεδίου περιοχή του νομού Αττικής, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία της περιαστικής γης από την άναρχη δόμηση, την προστασία των περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών και τον έλεγχο της απρογραμμάτιστης μελλοντικής ανάπτυξης της περιοχής. Με τα δεδομένα αυτά, οι ρυθμίσεις του προσβαλλόμενου διατάγματος δεν έρχονται σε αντίθεση προς τους στόχους και τις κατευθύνσεις του ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών και, συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως.

 

14. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι η παράγραφος 10 του άρθρου 3 του προσβαλλόμενου διατάγματος, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα χωροθέτησης εγκαταστάσεων διαχείρισης απορριμάτων καθώς και σταθμών μεταφόρτωσης και μονάδων ανακύκλωσης απορριμάτων, ύστερα από προέγκριση χωροθέτησης, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 8 της κοινής υπουργικής απόφασης 69269/1990 (ΦΕΚ 678/Β/1990) απλοποιεί, κατά παράβαση του άρθρου 5 παράγραφος 3 του νόμου 2965/2001, τη διαδικασία εγκατάστασης και, συγκεκριμένα, καταργεί την αρμοδιότητα του Υπουργού Ανάπτυξης και περιορίζει τη σχετική γνωμοδοτική αρμοδιότητα του οικείου Δημοτικού και Νομαρχιακού Συμβουλίου. Περαιτέρω, ο Δήμος, ισχυρίζεται ότι με την ως άνω διάταξη επιτρέπεται η εγκατάσταση τέτοιων μονάδων οπουδήποτε, ακόμη δηλαδή και σε ζώνες που δεν προβλέπονται τέτοιες χρήσεις, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 5 παράγραφος 3 του νόμου 2965/2001. Με την επίμαχη όμως διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 3 του προσβαλλόμενου διατάγματος, παρέχεται κατ' αρχήν η δυνατότητα εγκαταστάσεως μονάδων διαχείρισης απορριμάτων στις εν λόγω περιοχές, για τη χωροθέτηση των οποίων απαιτείται περαιτέρω η τήρηση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας που θεσπίζονται τόσο με την κοινή υπουργική απόφαση 69269/5387/1990, όπως αυτή ισχύει, όσο και με την ισχύουσα, κατά το χρόνο εκδόσεως του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, κοινή υπουργική απόφαση 69728/824/1996 (ΦΕΚ 358/Β/1996) και ήδη με τη μεταγενέστερη αυτής κοινή υπουργική απόφαση 509120/2727/2003 (ΦΕΚ 1909/Β/2003), που αφορούν την διαχείριση των στερεών αποβλήτων και προβλέπουν την κατάρτιση ειδικού σχεδιασμού διαχειρίσεως των απορριμμάτων σε εθνικό, αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο. Με την έννοια αυτή, η ανωτέρω διάταξη του προσβαλλόμενου διατάγματος βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 183 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας και τίθεται νομίμως, ο δε κρινόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (παράβαλε ΣτΕ 973/2005, 1071/2005, 2954/2005).

 

15. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά παράβαση της διατάξεως της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του νόμου 1337/1983, επιχειρείται με το προσβαλλόμενο διάταγμα τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Παλλήνης (ΦΕΚ 859/Β/1999) όπως ισχύει) πριν την πάροδο πέντε ετών από τη δημοσίευσή του και ότι με την τροποποίηση αυτή παραβιάζεται η αρχή της εμπιστοσύνης και δεσμεύονται οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η έγκριση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Παλλήνης δεν εμποδίζει τον καθορισμό στην περιοχή του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου που εμπίπτει στη Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου που είχε καθορισθεί με το από 22-06-1983 προεδρικό διάταγμα, όρων δομήσεως και περιορισμών χρήσεως αυστηρότερων από τους προτεινόμενους με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, ο καθορισμός δε των όρων και περιορισμών αυτών, εντασσόμενος σε χωροταξικού χαρακτήρα ρύθμιση, που καλύπτει ευρύτερη περιοχή, ερείδεται στην προαναφερόμενη εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 183 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, δεν υπόκειται στον ανωτέρω χρονικό περιορισμό της πενταετίας που θεσπίζεται για την τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου

 

16. Επειδή, προβάλλεται ότι στην υπό στοιχείο Μ ζώνη βιομηχανικών - βιοτεχνικών εγκαταστάσεων (άρθρο 2 παράγραφος ΧΧ) επιτρέπονται μη ιδιαίτερα οχλούσες επαγγελματικές εγκαταστάσεις, δεδομένου όμως ότι η κατηγορία αυτή δεν προβλέπεται από την κοινή υπουργική απόφαση 10537/1993 (ΦΕΚ 139/Β/1993), κατά την οποία οι δραστηριότητες διακρίνονται σε χαμηλής, μέσης και υψηλής όχλησης, η ανωτέρω διάταξη του προσβαλλόμενου διατάγματος οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου 2965/2001 (ΦΕΚ 270/Α/2001), διότι, κατά τον αιτούντα Δήμο, η μη ιδιαίτερης όχλησης δραστηριότητα δεν δύναται να ταυτισθεί με την χαμηλής όχλησης, και, συνεπώς, μπορεί να νοηθεί μόνον ως δραστηριότητα μέσης όχλησης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, ανεξαρτήτως της αναντιστοιχίας του όρου που χρησιμοποιείται στο προβαλλόμενο διάταγμα προς τις κατηγορίες δραστηριοτήτων που προβλέπονται στην ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση, η έννοια των μη ιδιαιτέρως οχλουσών εγκαταστάσεων δεν ταυτίζεται πάντως με εκείνη των εγκαταστάσεων μέσης όχλησης.

 

17. Επειδή, προβάλλεται ότι το άρθρο 4 του προσβαλλόμενου διατάγματος, το οποίο αποκλείει την αναθεώρηση οικοδομικών αδειών, που εκδόθηκαν μέχρι τη δημοσίευσή του, για παράταση της ισχύος τους, αντίκειται στη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 334 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, αλλά και προς το άρθρο 17 του Συντάγματος. Η επίμαχη όμως αυτή διάταξη του προσβαλλόμενου διατάγματος έχει αντικατασταθεί από την παράγραφο 17 του άρθρου 13 του νόμου 3212/2003 (ΦΕΚ 308/Α/2003), με την οποία παρέχεται με ορισμένες προϋποθέσεις, η δυνατότητα αναθεώρησης των οικοδομικών αδειών που είχαν εκδοθεί πριν τη δημοσίευση του διατάγματος και, συγκεκριμένα ορίζεται ότι οι οικοδομικές άδειες του άρθρου 4 του από 20-02-2003 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 199/Δ/2003) ... επιτρέπεται να αναθεωρηθούν για χρονικό διάστημα 18 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της αναθεώρησης με την προϋπόθεση ότι οι σχετικές αιτήσεις θα υποβληθούν σε διάστημα 3 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος για την αποπεράτωση των οικοδομικών εργασιών χωρίς αλλαγή της χρήσης και αύξηση των πολεοδομικών μεγεθών και μόνο για τα κτίρια ή το τμήμα τους που θα διαπιστωθεί από την Πολεοδομική υπηρεσία, ότι αποπερατώθηκε νόμιμα μέχρι τις 06-03-2003 τουλάχιστον ο φέρων οργανισμός τους.

 

Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση στερείται αντικειμένου κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ρύθμισης η οποία έχει επιβληθεί με το άρθρο 4 του προσβαλλόμενου διατάγματος.

 

18. Επειδή, προβάλλεται ότι το άρθρο 4 του προσβαλλόμενου διατάγματος, κατά το μέρος που δεν περιλαμβάνει μεταβατική ρύθμιση για τις αιτήσεις χορήγησης οικοδομικής αδείας που είχαν κατατεθεί πριν τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, παραβιάζει το άρθρο 26 του νόμου 2831/2000. Ο λόγος όμως αυτός ακυρώσεως, τον οποίον προβάλλει ο αιτών Δήμος επικαλούμενος βλάβη των δημοτών που είναι, τυχόν δικαιούχοι ανεκτέλεστων οικοδομικών αδειών ή είχαν υποβάλει σχετική αίτηση για την έκδοση οικοδομικής αδείας, πρέπει να απορριφθεί, ως προβαλλόμενος απαραδέκτως εκ συμφέροντος τρίτου.

 

19. Επειδή, τέλος, με τη διάταξη της παραγράφου 35 του άρθρου 3 του προσβαλλόμενου διατάγματος (που δημοσιεύθηκε πριν θεσπισθεί η διαχρονικού δικαίου γενική ρύθμιση του άρθρου 12 παράγραφος 2 του νόμου 3212/2003), με το οποίο προστέθηκε παράγραφος 6 στο άρθρο 26 του νόμου 2831/2000, παρέχεται η δυνατότητα στις νομίμως υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του διατάγματος βιομηχανίες να συνεχίσουν να λειτουργούν χωρίς χρονικό περιορισμό και να εκσυγχρονίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2965/2001 (ΦΕΚ 270/Α/2001) και του από 31-03-1987 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 303/Δ/1987), όπως ισχύουν, χωρίς δυνατότητα επέκτασης των κτιριακών τους εγκαταστάσεων. Η διάταξη αυτή, δεν τίθεται νομίμως, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως και, συνεπώς, είναι ακυρωτέα, κατά το μέρος που αφορά την περιφέρεια του αιτούντος Δήμου, ως προ την οποία προσβάλλεται το παραπάνω διάταγμα, δεδομένου ότι δεν ορίζεται εύλογο χρονικό όριο για την μετεγκατάσταση των βιομηχανιών που λειτουργούν σε περιοχές για τις οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος, δεν προβλέπεται πλέον η συγκεκριμένη χρήση, χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι εξετάστηκε αν η συνέχιση στο διηνεκές της λειτουργίας των εν λόγω βιομηχανιών είναι, με τα δεδομένα της συγκεκριμένης περιοχής, σύμφωνη προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές αρχές και συμβατή προς το σκοπό, στον οποίο αποβλέπει το θεσπιζόμενο με το προσβαλλόμενο διάταγμα πολεοδομικό καθεστώς.

 

20. Επειδή, κατόπιν τούτων, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, κατά το μέρος που βάλλει κατά των διατάξεων του άρθρου 3 παράγραφος 35 του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των διατάξεων του άρθρου 3 παράγραφος 35 του από 20-02-2003 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 199/Δ/2003).

 

Ακυρώνει την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 3 παράγραφος 35 του προσβαλλόμενου διατάγματος κατά το μέρος που αφορά την περιφέρεια του αιτούντος Δήμου.

 

Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.

 

Δέχεται και απορρίπτει, αντιστοίχως, την παρέμβαση.

 

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19-06-2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 14-10-2009.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.